Είναι όμορφο να ξέρεις ότι κάποιος σε περιμένει εκεί για όπου βάζεις πλώρη. Ένας άνθρωπος να του διηγηθείς τη διαδρομή, τι συνέβη κατά τη διάρκεια του ταξιδιού σου, εκείνη την κίνηση που είδες από έναν συνάνθρωπο και σ’ έκανε να χαμογελάσεις, ένα άλλο γεγονός που σ’ έβγαλε έξω απ’ τα ρούχα σου και σε εκνεύρισε αφάνταστα. Ξέρεις ότι θα σε ρωτήσουν για το πώς πέρασες εκεί που ήσουν, πώς ήταν η καθημερινότητά σου, τι γνώρισες και τι απ’ αυτά σε ξένισε, και ξέρεις επίσης ότι θα σ’ ακούσουν, κι ας μην έχεις να πεις τίποτα το ελκυστικό, το ασυνήθιστο, το ενδιαφέρον. Σε θεωρούν, όμως, αυτοί ελκυστικό, ασυνήθιστο κι ενδιαφέροντα, οπότε αυτόματα αυτά που πρόκειται να πεις, υιοθετούν την ίδια χροιά.

Είτε έχεις πραγματοποιήσει ένα ταξίδι αναψυχής, είτε για δουλειές, είτε επιστρέφεις απ’ το πατρικό σου στη φοιτητική σου πόλη, έχει σημασία η υποδοχή να μοιάζει με αγκαλιά που σφραγίζεις μέσα της και να σ’ επαναφέρει στο πρόγραμμά σου, όχι με τρόπο τρομακτικό που να βάζει σε πρώτη μοίρα τις υποχρεώσεις που πρέπει να καλυφθούν, τους λογαριασμούς που πρέπει να πληρωθούν, τα μαθήματα που χρωστάς κι ας σου χρωστούν του κόσμου τον ύπνο. Αλλά με τρόπο ευχάριστο που σταδιακά να σε γυρίζει σ’ όλα αυτά, με τρόπο τέτοιο ώστε να τα δεις κι εσύ με άλλο μάτι.

Πόσο μάλλον αν ξέρεις ότι θα δεχτείς μια αγκαλιά στο αεροδρόμιο ή στη στάση του λεωφορείου ή στο σταθμό του τρένου, γεμίζεις με χαμόγελο στη σκέψη ότι δε θα πρόκειται για μια τυπική άφιξη κάποιου, αλλά για την άφιξη τη δική σου σε κάποιον που θα σε ξεχωρίσει στο πλήθος, που θα προσφερθεί να σε βοηθήσει με τις αποσκευές του ή μάλλον θα το απαιτήσει, γιατί ξέρει πόσο ταλαιπωρήθηκες.

Δεν τους περιμένει όλους κάποιος, πολλοί άνθρωποι είναι μόνοι και γι’ αυτό επιλέγουν να φύγουν τουλάχιστον για λίγο, γιατί εκεί μπορεί να τους περιμένει η οικογένειά τους. Έχουν κι αυτή ανάγκη κάποιον να τους περιμένει και –γιατί όχι;– να τους φροντίσει. Μα κι αν δεν τους περιμένει κανείς, ξέρουν ότι αυτή η φυγή απ’ τη μοναχική τους ρουτίνα θα ισοδυναμεί με μια άφιξη σ’ ένα άλλο νέο μέρος, όπου ενδεχομένως δεν έχουν ταξιδέψει ξανά και κάπως αυτή η αλλαγή ίσως να αντισταθμίζει την ανθρώπινη απουσία, ίσως όλο αυτό κατά φαντασία, αλλά ν’ αποτελεί μια δικαιολογία, φθηνή μεν, παροδική δε, αφού και πάλι θα επιστρέψουν στην ειλικρινή τους μοναξιά.

Είναι γνωστό ότι για κάθε αλλαγή περιβάλλοντος απαιτείται κι ένα διάστημα προσαρμογής στις νέες συνθήκες, στο νέο μέρος, ακόμα και στο νέο κρεβάτι. Μεταξύ ανθρώπων όμως αυτό το διάστημα εκμηδενίζεται με την οπτική επαφή, με την αγκαλιά, με το φιλί. Είναι σαν να ‘χατε βρεθεί και την προηγούμενη μέρα, απλά μεσολάβησαν τόσα πολλά στο μεσοδιάστημα, οπότε δεν μπορείτε να βάλετε γλώσσα μέσα συζητώντας τα νέα σας.

Η προσαρμογή σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι μια περιττή διαδικασία, μπροστά στη χημεία των ανθρώπων που σαν χημικά στοιχεία αντιδρούν με τον πιο εκρηκτικό τρόπο στη θέαση του άλλου, στην αφή του, στη μυρωδιά του. Αλλά κι η προσαρμογή στους υπόλοιπους τομείς της καθημερινότητας γίνεται ακόμα πιο εύκολη όταν, πλάι στα καινούρια που ανταλλάζετε, συνεχίζετε κι από ‘κει που είχατε σταματήσει, απ’ τα συναισθήματα που βιώνατε τότε, απ’ όλα τα γεγονότα τα οποία φυσικά δε λέγονται απ’ το τηλέφωνο κι εκλιπαρούν live μετάδοση για να συνεχίσει η εξιστόρησή τους.

Και μετά αναρωτιέσαι πώς μπόρεσες ν’ αποχωριστείς αυτήν την καθημερινότητα, αυτόν τον άνθρωπο, τις εκφράσεις του και τις λατρεμένες γκριμάτσες του, τον τρόπο με τον οποίον μιλάει πραγματικά κι όχι αλλοιωμένα απ’ τη γραμμή του τηλεφώνου και τα ηχογραφημένα του μηνύματα.

Εννοείται ότι ήθελες να ξεφύγεις και ν’ αλλάξεις παραστάσεις, να δεις την οικογένειά σου και να περάσεις ανάλογες όμορφες στιγμές, αλλά όταν η καθημερινότητά μας περιλαμβάνει ανθρώπους που μας περιμένουν, που με αγωνία σκέφτονται αν θα φτάσουμε στην ώρα μας σώοι κι ασφαλείς και που αρχίζουν τα τηλέφωνα αν αργήσουμε λεπτό παραπάνω, τότε δε μιλάμε για μια απλή καθημερινότητα. Τότε μάλλον δε μιλάμε καν για καθημερινότητα. Μιλάμε για μέρες διαφορετικές μεταξύ τους, χάρη στον ίδιο ή στους ίδιους ανθρώπους που ξέρουν να μας τις στολίζουν με το ευχάριστο στίγμα τους.

 

Συντάκτης: Φένια Βουδαντά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη