Μία φορά κι έναν καιρό, εκείνα τα μαύρα χρόνια που είχαμε κινητά αλλά χωρίς internet, (ναι, ναι, εκείνη την εποχή που τα τηλέφωνα χρησίμευαν μόνο στο να κάνουμε κλήσεις και να παίζουμε φιδάκι), οι άνθρωποι βγαίναμε σχεδόν όπως βγαίνουμε τώρα, με κάποιες βασικές διαφορές· τότε δεν κάναμε live αναμετάδοση ολόκληρη τη βραδιά μας, ούτε δείχναμε σε όλο τον ντουνιά τι φορέσαμε, πόσο μας πηγαίνει το καινούριο κούρεμα, πού είμαστε, τι πίνουμε, με ποιον βγήκαμε και πόσα εντυπωσιακά «κονέ» έχουμε. (Θεέ μου, πόσο με νευριάζει αυτή η λέξη.)

Εκείνα τα παλιά χρόνια, λοιπόν, οι άνθρωποι κοιταζόμασταν, πλησιάζαμε ο ένας τον άλλον, αν ήμασταν και λίγο κότες λυράτες, βάζαμε κανέναν κοινό γνωστό να το κάνει για εμάς -τέλος πάντων, το όποιο νταραβέρι γινόταν από κοντά. Έπειτα βγαίναμε οι δύο ενδιαφερόμενοι, μιλούσαμε, ανακαλύπταμε ο ένας τον άλλον, ανταλλάσσαμε απόψεις και παραμύθι, κι αν έδενε το γλυκό ok, αλλιώς περνούσε το επόμενο παρατράγουδο, κι όλο αυτό επαναλαμβανόταν μέχρι να μας κάνει κάποιος το καλό το κλικ και να μείνουμε εκεί για όσο μας φέρεται ωραία κι όσο προστάζει η ψυχούλα μας.

Η εποχή των δεινοσαύρων πέρασε ανεπιστρεπτί όμως, στο μεταξύ ανέτειλε το Internet και μαζί με αυτό, ένα-ένα όλα τα social media, κι όπως άλλαξαν όλα στον πλανήτη, άλλαξε και το φλερτ μα κι ο έρωτας. Οι άνθρωποι νιώθουν πλέον πιο ελεύθεροι να κάνουν κίνηση, καθώς και χυλόπιτα να φάνε, τι τους νοιάζει; Κάνουν τα delete και τα block τους κι από εδώ πάνε κι άλλοι. Άσε που οι επιλογές είναι μυριάδες· εκεί που παλιά ήσουν αναγκασμένος να την πέσεις το πολύ σε κοντοχωριανό, τώρα έχεις την ευχέρεια να βλέπεις τι καλό παίζει όχι μόνο στη δική σου πόλη, αλλά και στη δίπλα, και στην παραδίπλα, και σε κάποια γειτονική χώρα και στις νήσους Φερόες, κι άμα ψήνεσαι στέλνεις ένα «yasokokla» κι ό,τι θέλει ας γίνει.

Δε θα μείνω στο yasokokla, ινάφ, δε θα μιλήσω καν για το φλερτ που μπορεί να προκύψει με έναν απλό γνωστό, που μπορεί να ήξερες μεν απ’ το σχολείο αλλά ποτέ (μα ποτέ) μέχρι τώρα δε σου ξύπνησε κάτι ερωτικό, καθώς το διαδίκτυο έχει δώσει έδαφος σε πολλούς ευσεβείς πόθους κι απωθημένα, ώστε να πάρουν σάρκα κι οστά και να μετουσιωθούν σε αρπαχτές ή, γιατί όχι, και σχέσεις ζωής.

Θα μιλήσω, όμως, γι’ αυτό το νέο μοντέλο έρωτα που ξυπνάει μεταξύ εντελώς αγνώστων, από ένα τυχαίο σχόλιο, από μια φωτογραφία ή ένα σπιρτόζικο κομπλιμέντο στα inbox σου από κάποιον που μέχρι πριν λίγα λεπτά ήταν ένα απλό username και μήνυμα το μήνυμα ενδέχεται να ταιριάξουν τα χνώτα σας και να γίνει εκείνο το ντιν, που μόλις το ακούς κάνεις parkour στο σαλόνι για να δεις αν ήταν αυτός ή αυτή και τι χαριτωμένο βρήκε πάλι να σου πει.

Έχοντας, λοιπόν, τις ζωές μας απλωμένες σαν ρούχα στα account μας, είναι πολύ εύκολο για τον οποιονδήποτε να βρει μια ευκαιρία να μας μιλήσει· οι followers μας γνωρίζουν από πού είμαστε, πού βγαίνουμε, ποιοι είναι οι κολλητοί μας, τι μουσική ακούμε, πού πήγαμε διακοπές πέρυσι το καλοκαίρι, αν προτιμάμε σούσι ή σουβλάκια κι αν παίρνουμε τον καφέ μας σκέτο ή με στέβια, οπότε όλο κι από κάτι μπορούν να πιαστούν για να ρίξουν εκείνο το έξυπνο opening line που θα δημιουργήσει αμέσως την εντύπωση ότι είναι διαφορετικοί απ’ την πλέμπα των απλών likes.

Ξεκινάει, λοιπόν, κάπως έτσι, εσύ βαριέσαι εκείνη την ώρα και συνεχίζεις τη συζήτηση, πρώτα μιλάτε μια-δυο φορές την εβδομάδα, στη συνέχεια μια φορά τη μέρα, έπειτα στέλνετε ανελλιπώς καλημέρα-καλησπέρα-καληνύχτα, και πριν καλά-καλά το καταλάβεις, μιλάτε συνεχόμενα μήνες ολόκληρους, ανταλλάσσοντας από μουσικές, φωτογραφίες, υπονοούμενα, μέχρι απόψεις για τη ζωή κι όρκους αιώνιας πίστης.  Μπίρι-μπίρι, λοιπόν, ερωτεύτηκες και χαμπάρι δεν πήρες πώς στο καλό την έπαθες, και πέφτει πρώτα πλαγίως κι έπειτα ευθέως κι ευθαρσώς στο τραπέζι η πρόταση να συναντηθείτε, και τι κάνεις σε αυτή την περίπτωση, μου λες;

Απ’ τη μία θες απεριόριστα επειδή (ψέματα ας μη λέμε) ερωτεύτηκες κι ο έρωτας έτσι σπάνιος που είναι στις μέρες μας, κρίμα λες να πάει στα χαμένα, απ’ την άλλη φοβάσαι μη συναντηθείτε και βρεθείς στην καλύτερη των περιπτώσεων χωρίς νεφρό, καθώς καλά τα λέγατε τόσο καιρό, αλλά έχεις ακούσει ιστορίες και ιστορίες για ψυχασθενείς δολοφόνους που μια χαρά παιδιά έμοιαζαν για χρόνια ολόκληρα, μέχρι που ανακάλυψε η Νικολούλη φυτεμένους στα παρτέρια του εξοχικού τους πρώην αγαπητικούς.

Αξίζει τον κόπο, λοιπόν, να προχωρήσεις το ειδύλλιο ένα βήμα παραπέρα ή να κάτσεις στα αβγουλάκια σου και να μην πηγαίνεις γυρεύοντας; Αρχικά, με ύφος εντελώς μαμαδίστικο, θα σου πω να καθίσεις φρόνιμα και να κοιτάξεις να βρεις κανέναν άνθρωπο που ξέρεις από πού κρατάει η σκούφια του, για να ‘χεις το κεφάλι σου ήσυχο και τα νεφρά σου στη θέση τους, καθώς το διαδίκτυο πραγματικά αποτελεί τέλειο φερετζέ για κάθε λογής ανώμαλο, άσε που όσο πιο ψυχοπαθής είναι ο άλλος, τόσο πιο καλά ξέρει να χειρίζεται τους άλλους, παριστάνοντας ταυτόχρονα τον φυσιολογικό.

Απ’ την άλλη, με την ίδια λογική δεν πρέπει να βγεις με κανέναν άνθρωπο που γνώρισες στις διακοπές σου ή στο τάδε μπαρ, ούτε με κανέναν γενικότερα που δεν έχετε κοινούς γνωστούς, καθώς ποιος σου είπε ότι αυτοί έχουν μικρότερο βαθμό επικινδυνότητας από κάποιον που γνώρισες διαδικτυακά, κι αν σκέφτονταν όλοι τοιουτοτρόπως, η ιστορία του παγκόσμιου κεραυνοβολήματος θα ήταν κατά χιλιάδες τόμους φτωχότερη κι οι ανθρώπινες ζωές πολύ πιο βαρετές.

Με λίγα λόγια, δε θα σου πω ούτε να βγεις ούτε να μη βγεις, καθώς γνωρίζω πως δεν είναι όλοι οι άνθρωποι κακοί εκεί έξω, ξέρω όμως επίσης πως οι κακοί είναι λίγο περισσότεροι απ’ τους καλούς. Έχοντας αυτό στο μυαλό σου, μαζί με την προοπτική πως ο άνθρωπος που μιλάς μπορεί να ‘ναι όντως το άλλο σου μισό, μπορεί όμως να ‘ναι κι ένα ανθρωποειδές που έχει ως χόμπι να πουλάει παπατζιλίκι σε ρομαντικές ψυχές, παριστάνοντας τον χαμαιλέοντα, έτσι, επειδή δεν έχει κάτι καλύτερο να κάνει, φρόντισε αν συναντηθείτε αυτό να γίνει σε μέρος με πολύ κόσμο, κάπου στα κοντά να ‘ναι άτομα της εμπιστοσύνης σου χωρίς να το ξέρει ο άλλος και να μη βιαστείς να βρεθείτε μόνοι σας, μέχρι τουλάχιστον να ξέρεις με σιγουριά τα πραγματικά στοιχεία του άλλου (δες ταυτότητα, μπροστά στην ασφάλειά σου τίποτα δεν είναι ντροπή) και να ενημερώσεις τους φίλους σου για το πού είσαι πριν προχωρήσει το πράγμα με οποιονδήποτε τρόπο.

Κι αν είναι πραγματικός έρωτας, θα δείξει. Κι αν είναι ενθουσιασμός, θα περάσει. Κι αν κάτι σου βρομάει στην υπόθεση, θα κάνεις block και delete. Η απόφαση είναι δική σου, όπως ακριβώς κι η ζωή σου. Α, και το νεφρό σου.

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη