Γνωρίζουμε πως οι περισσότεροι (αν όχι όλοι) θα ‘τρεχαν το παιδί στους καλύτερους ψυχολόγους με το εξής επιχείρημα: «Το παιδί έχει παραισθήσεις, το παιδί είναι φαντασιόπληκτο, δεν ξέρουμε τι του συμβαίνει, κλείνεται ώρες στο δωμάτιό του κι αγγίζει τον αέρα σαν ν’ αγγίζει κάποιο πρόσωπο. Κι αν το ρωτήσεις τι ακουμπάει, αυτό θα σου πει ότι παίζει με τον Κώστα». Γνωρίζουμε πως θα ‘βαζαν τα κλάματα, πως θα ‘σφιγγαν τις παλάμες για να συγκρατήσουν τα νεύρα, αναλογιζόμενοι τι έκαναν λάθος. Θα θύμωναν με το παιδί, με τους εαυτούς τους, με οτιδήποτε στον κόσμο, γιατί αυτό είναι το πρώτο συναίσθημα που βιώνει κανείς όταν βρίσκεται στα χαμένα, στην άγνοια. Το μυαλό τους θα πήγαινε στο χειρότερο σενάριο, επειδή οτιδήποτε παρεκκλίνει απ’ την πραγματικότητα και μένει στη σφαίρα της φαντασίας είναι ψυχοπαθολογικό ή τουλάχιστον έτσι θα πίστευαν, επειδή όταν δεν ξέρεις, πιάνεσαι απ’ την κοινή λογική που τα θέλει όλα τέλεια και προβλέψιμα.

Φυσικά, αναφερόμαστε στους φανταστικούς φίλους των παιδιών, ένα ζήτημα που ‘χει απασχολήσει τους γονείς αλλά και την κοινότητα των ψυχολόγων κι άλλων επαγγελματιών που ειδικεύονται στην αγωγή των παιδιών. Τα παιδιά, όπως όλοι είμαστε σε θέση να παραδεχτούμε, είναι συνήθως κάπως μαλωμένα με την πραγματικότητα την οποία εμείς αντικρίζουμε ως ενήλικοι με υποχρεώσεις, καθήκοντα κι αυστηρώς καθορισμένα προγράμματα, κι επιλέγουν να φτιάχνουν δικές τους πραγματικότητες, οι οποίες θ’ αφήσουν το χαμόγελο και την αθώα ψυχή τους αλώβητα απ’ του κόσμου την κακή προαίρεση.

Πολλά απ’ αυτά τα παιδιά, ειδικά αν περνούν πολύ χρόνο μόνα τους στο σπίτι, πλάθουν μια συντροφιά όπως τη θέλουν αυτά και τη βαφτίζουν μ’ ένα όνομα που είτε τα ίδια επινόησαν, είτε άκουσαν και τους έκανε εντύπωση, είτε ανήκει σε κάποιο αγαπημένο πρόσωπο. Θα τα δεις να κάνουν συμφωνίες με τους φανταστικούς τους φίλους, να διαφωνούν ενδεχομένως και για λίγη ώρα να τους γυρίσουν την πλάτη, αλλά μετά από λίγο σίγουρα θα μιλήσουν πάλι.

Το αίσθημα του εγωκεντρισμού που χαρακτηρίζει τα παιδιά της πρώτης ηλικίας τα οδηγεί στο να κατασκευάζουν έναν κόσμο δικό τους μ’ αυτά που θα τα κάνει χαρούμενα, και τα παιδιά δε θέλουν πολλά για να ‘ναι χαρούμενα, αρκεί ένας καλός φίλος που θα τα καταλαβαίνει, θα τα ακούει σε ό,τι λένε χωρίς να τα κατακρίνει, θα παίζει μαζί τους με τις ώρες και θα ‘ναι εκεί χτίζοντας μια αγάπη ανιδιοτελή, χωρίς τ’ ανταλλάγματα που απαιτούν οι σχέσεις κάθε ηλικίας.

Στο Harvard University, μάλιστα, απ’ τους Singer, έχει γίνει έρευνα που υποστηρίζει ότι τα παιδιά που ‘χουν συνάψει σχέσεις με φανταστικούς φίλους είναι πιο χαρισματικά κι έχουν τάσεις δημιουργικότητας. Κι αυτό είναι λογικό, αν σκεφτούμε ότι μπορούν να φανταστούν πρόσωπα συνθέτοντας χαρακτηριστικά μεταξύ τους, μάτια, μύτη, χείλη, φωνή, αλλά και μεριμνώντας για τον εσωτερικό τους κόσμο, κατασκευάζοντας απόψεις κι ιδέες. Στην ίδια έρευνα, αναδείχθηκε ότι τα παιδιά αυτά δεν παρουσιάζουν θέματα κοινωνικοποίησης, είναι λιγότερο επιθετικά και βιώνουν θετικότερα συναισθήματα απ’ τα άλλα παιδιά.

Βλέπουμε ότι απ’ αυτήν την ηλικία συνδιαλλάσσονται ακόμα και με κάτι φανταστικό, κι έχει αποδεχθεί απ’ την έρευνα του Manosevitz και των συνεργατών του ότι επικοινωνούν αποτελεσματικότερα στο ευρύτερο περιβάλλον κι ότι εκτελούν με χαρά κάθε καθημερινή δραστηριότητα. Μαθαίνουν να διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους με το να τα εκφράζουν και να εξιστορούν σ’ αυτούς τους ιδιόμορφους φίλους οτιδήποτε θετικό συνέβη γελώντας μαζί ή οτιδήποτε αρνητικό, με στόχο να φύγει από μέσα τους η θλίψη, ο θυμός ή το παράπονο και να μη συσσωρεύεται. Δίνουν την αγάπη τους απλόχερα, χωρίς να φοβούνται ότι θα πληγωθούν και θα κλάψουν. Έχουν δημιουργήσει κάτι στο μυαλό τους που συμβάλλει αναντίρρητα στην αποφόρτισή τους και ποιοι είμαστε εμείς που θα τους το ακυρώσουμε, τη στιγμή που αναζητούμε απελπισμένα έναν ώμο ν’ ακουμπήσουμε, όταν τα βρίσκουμε δύσκολα;

Δεν είναι παράλογη μια τέτοια παρουσία στη ζωή του παιδιού, πολύ περισσότερο αποτελεί ένα καμπανάκι που προμηνύει ότι είναι πραγματικά δύσκολο στις μέρες μας να βρεις έναν άνθρωπο να του μιλήσεις και να του εμπιστευτείς οτιδήποτε, χωρίς να γίνεσαι καχύποπτος και μυστικοπαθής. Πόσες φορές καθόμαστε αραχτοί, όταν μπορούμε να κλέψουμε λίγο χρόνο απ’ το φορτωμένο πρόγραμμά μας, και φανταζόμαστε να μπορούσαμε να ‘μαστε σε ‘κείνο το μέρος, με ‘κείνες τις συνθήκες και με ‘κείνο το ποτό στο χέρι, γιατί έχουμε πια μπουχτίσει; Κι εμείς, λοιπόν, φανταζόμαστε καταστάσεις κι είναι μαγεία πράγματι το γεγονός ότι πραγματοποιούμε ταξίδια με το μυαλό μας, γιατί σ’ αυτά κανείς δεν μπορεί να βάλει φρένο, μόνο ο ίδιος μας ο εαυτός. Χανόμαστε σε φαντασίες και παίρνουμε δύναμη απ’ όλα αυτά που εκτυλίσσονται στο μυαλό μας, σκάζοντας πού και πού κανένα χαμόγελο στη σκέψη ότι τα πραγματοποιούμε.

Μόνο που τα παιδιά δε γνωρίζουν απ’ όλα αυτά, γνωρίζουν όμως την αγάπη μέσα στον άνθρωπο και την πλάθουν με έναν –αν το καλοσκεφτείς– αθώο τρόπο που δε θα ‘πρεπε να ενοχλεί κανέναν. Και μπορεί κι εσύ στις μοναξιές σου κι όταν όλοι έχουν φύγει, να ‘χες ευχηθεί να είχες έναν φανταστικό φίλο κι ας μην το παραδέχτηκες ποτέ. Όμως, πλέον ξέρεις ότι έχεις κατακλυστεί απ’ τις λογικές πραγματικότητες του σύγχρονου αντικειμενικού κόσμου κι αδυνατείς ν’ αφήσεις τη φαντασία να φτάσει τόσο μακριά. Γι’ αυτό άσε τη φαντασία του παιδιού, αφού μπορεί, να φτάσει στο άπειρο.

 

Πηγές:

Manosevitz, M., Prentice, N. M., & Wilson, F. (1973). Individual and family correlates of imaginary companions in preschool children. Developmental Psychology, 8, pp. 72–79.

Singer, D. G., & Singer, J. L. (1992). The house of make-believe: Children’s play and the developing imagination. Cambridge: Harvard University Press.

Συντάκτης: Φένια Βουδαντά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη