Δειλιάζαμε γιατί αισθανόμασταν ασφάλεια. Ασφάλεια μέσα στην ανασφάλειά μας. Προσπαθούσαμε να κατακτήσουμε τα πάντα υπό τον έλεγχό μας, για να μην μπορεί κάποιος άλλος να μας κατακτήσει και πει ότι κατάφερε να μας νικήσει. Βάζαμε τον εαυτό μας στην κορυφή, όχι από έπαρση, ούτε από ματαιοδοξία, μα απ’ την ανάγκη μας να ‘χουμε άριστη ορατότητα για ό,τι συμβαίνει στη ζωή μας, για να ‘χουμε και τη δυνατότητα να προνοήσουμε, για να μη στραπατσαριστεί κανένα πούπουλο απ’ τα περήφανα ανοιχτά φτερά μας, μην πληγωθούμε και πέσουμε.

Εμείς οι ίδιοι, οι ανεξάρτητοι, οι αυτοδίδακτοι, οι έχοντες το θάρρος να πούμε «όχι» σαν να ‘ταν η αγαπημένη μας λέξη που μας προφύλασσε απ’ οποιαδήποτε πιθανότητα ν’ αφεθούμε και να ερωτευτούμε, κάποια στιγμή παραδώσαμε τα όπλα. Κάποια στιγμή βγάλαμε την ευαίσθητη ψυχή μας στη φόρα, γιατί το κρυφτό είχε πάψει να ‘χει ενδιαφέρον, γιατί εκεί που προσέχαμε μην εμφανιστεί ο έρωτας και δεν τον πάρουμε χαμπάρι, αυτός είχε ήδη φωνάξει «φτου ξελευθερία».

Και τότε, το παιχνίδι άλλαξε γιατί οι παίκτες βαρέθηκαν να κρύβονται και να φυλάνε. Οι συνθήκες και το περιβάλλον έφεραν στο προσκήνιο το κυνηγητό. Γελάσαμε εξαρχής γιατί μας φαινόταν αδιανόητο να τρέχουμε ο ένας πίσω απ’ τον άλλον κι άμα εξαντλούμασταν και τα βρίσκαμε σκούρα να φωνάζαμε «φωλιά!». Θα προτιμούσαμε σίγουρα να ‘μαστε μονίμως στη φωλιά μας, να βλέπουμε τι γίνεται γύρω μας, τους άλλους να τρέχουν και πάνω στην ένταση να πέφτουν και να ματώνουν τα γόνατά τους, μα εμείς αρτιμελείς στη γνωστή και βολική μας φούσκα.

Έλα όμως που τώρα μας γοήτευσε το έπαθλο. Ήταν αυτό ακριβώς που τόσο καιρό ενδόμυχα ζητούσαμε, που μπορεί να μην το παραδεχόμασταν γιατί είχαμε ο καθένας τον εαυτό του κι αυτό παραήταν αρκετό, μα τώρα ήρθαμε αντιμέτωποι μ’ αυτόν τον ποθητό άνθρωπο και με τη θηριώδη αντανάκλασή του μέσα μας.

Και κάπως έτσι, πήραμε το ρίσκο, ανακτήσαμε τη χαμένη μας εκείνη δύναμη χάρη στην οποία πριν αρκετά χρόνια μας θυμόμαστε να πλησιάζουμε έναν άνθρωπο και να τον διεκδικούμε. Τώρα ξεμάθαμε. Τώρα είμαστε σε θέση ν’ ακούσουμε τους παλμούς μας τόσο δυνατά όσο ποτέ άλλοτε. Σε ‘μας που πριν λίγο καιρό ισχυριζόμασταν ότι οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψη τη βιολογία του σώματός μας κι όταν αντιλαμβανόμαστε ότι βρίσκεται σ’ έντονη κατάσταση στρες, να το βάζουμε στα πόδια, να γυρεύουμε το ασφαλές κλουβί μας για να βρούμε τη χαμένη ηρεμία μας.

Τώρα το σώμα επιμένει στη βίωση αυτού του στρες και δε φαίνεται να δυσανασχετεί, τόσο που δε μας αναγνωρίζουμε πια. Πρόκειται για τη στιγμή που ανακαλύπτουμε πόσο έχουμε ξεπεράσει τον εαυτό μας και τα όρια που είχαμε θέσει και που τελικά αποδείχθηκαν περίτρανα κλειστοφοβικές φυλακές που μας εμπόδιζαν να ζήσουμε τη ζωή μας στην πιο αυθεντική της μορφή, με απογοητεύσεις, με δάκρυα λύπης κι ίσως αμέσως έπειτα χαράς, με γέλια, φωνές κι ανάσες άλλες πιο κοφτές κι άλλες πιο βαθιές. Χωρίς προγραμματισμούς, χωρίς τη λογική να πρυτανεύει και να επιβάλλεται μπρος στα συναισθήματα και να τα καταπιέζει.

Η στιγμή φτάνει στο αποκορύφωμά της όταν εισπράττουμε το χαμόγελο του άλλου. Ήταν τόσο απλό τελικά απλώς και μόνο να κοιτάξουμε κάποιον γλυκά και να του δείξουμε μ’ αυτόν τον αθώο κι αγνό τρόπο το ενδιαφέρον μας κι αυτό το χαμόγελο ήταν το αποτέλεσμα αυτής της καθυστερημένης απόφασής μας απλώς να εκδηλωθούμε. Υπήρξαμε τόσο εγωιστές και κλεισμένοι στον δικό μας κόσμο που δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε ότι θα χαρίσουμε ένα απλό κι όμορφο βλέμμα, πόσο μάλλον μια ευγενική λέξη ή ένα χάδι, κι αυτή η ενέργεια θα επιστραφεί σε ‘μας. Δεν είχε περάσει καν απ’ το μυαλό μας η σκέψη ότι οι αδιάφορες κι ίσως μερικές φορές επικριτικές ματιές μας μπορούσαν να τρομάξουν τον άλλον και να τον απομακρύνουν και μάλιστα δυσαρεστημένο.

Είναι φυσικό, όταν βγαίνεις έξω απ’ τα νερά σου, να νιώθεις αβοήθητος και να χάνεις τ’ αβγά και τα πασχάλια. Νιώθεις ότι όλα τα τείχη που με τόση συνέπεια και προσήλωση έχτισες για να προφυλάσσεσαι γκρεμίζονται κι αυτό δεν είναι λίγο. Μα μετά έχεις την ευκαιρία να τρέξεις και να τ’ απολαύσεις και –πίστεψέ με– αν περνάς καλά, θα δεις ότι η λέξη «φωλιά» είναι για τους καταπονημένους, μα εσύ θα ‘σαι πιο δυνατός από ποτέ.

 

Συντάκτης: Φένια Βουδαντά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου