Έρωτας και λογική. Λογική και έρωτας. Δύο έννοιες τόσο αντιθετικές, που όμως υπάρχουν κι οι δύο μέσα μας. Εδρεύουν, βέβαια, σε διαφορετικά, αντίπαλα, στρατόπεδα.

Η λογική για πολλούς κατέχει την πρωτοκαθεδρία, αποτελεί το μοναδικό κλειδί που λύνει τα προβλήματα και μας ξεγλιστρά απ’ τις ζόρικες καταστάσεις. Σύμμαχός μας και πιστός βοηθός για να λαμβάνουμε ορθές αποφάσεις –κατά τη γνώμη μας πάντα– και να μετανιώνουμε για όσο το δυνατόν λιγότερα.

Υπάρχει, όμως, και μια κλειδαριά που δεν ανοίγει με το κλειδί της λογικής. Εκείνη που οδηγεί στον έρωτα, η πόρτα της τρελής καψούρας. Δεν έχει αντικλείδια, δεν την ανοίγει κανένα κλειδί. Αυτόνομη, ανοίγει μόνο όταν το αποφασίσει εκείνη, για εκείνους που θα το αποφασίσει, κλειδώνοντας όλα τα άλλα απ’ έξω.

Η καψούρα δεν εξηγείται, ούτε περιορίζεται. Δε συγκρίνεται με κανένα άλλο συναίσθημα, δε μοιάζει σε τίποτα άλλο απ’ όσα έχεις ζήσει και, φυσικά, δε σου επιτρέπει να την αγνοήσεις. Παντοτινός εχθρός της λογικής, και μάλιστα ο πιο σκληρός απ’ όλους. Σε τραβάει μαζί της κι εσύ χάνεις τις αντιστάσεις σου, τις άμυνές σου, τον ίδιο σου τον εαυτό. Καψουρεύεσαι και χάνεις τα λογικά σου.

Απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή που σου χτυπάει, δυνατά κι επίμονα, την πόρτα, εξαφανίζεται κάθε κόκκος λογικής σκέψης, εξανεμίζεται κάθε δειλία κι ανασφάλεια. Θες μόνο να το ζήσεις, τίποτα άλλο. Να το απολαύσεις, να το ρισκάρεις, να το νιώσεις. Για όσο, κι όπου βγάλει. Δε σε υπακούς, δε σε ορίζεις, δε σε αναγνωρίζεις. Νιώθεις πως αρχίζεις και χάνεις τον εαυτό σου. Σαν να υπάρχουν μαγικά ξόρκια κι εσύ είσαι πια έρμαιο ενός άλλου ανθρώπου. Ζητάς μόνο στιγμές μαζί του.

Εμπόδια και προβλήματα, ο καψούρης τα κάνει πέρα στο δευτερόλεπτο. Είτε αυτό ονομάζεται απόσταση, είτε λέγεται διαφορά ηλικίας, πλήρης διάσταση χαρακτήρων, διαφορετικά «θέλω», ή μονόπλευρο συναίσθημα, ο ερωτευμένος εστιάζει μόνο στις λύσεις, στο πώς μπορεί να το κάνει να δουλέψει. Δε βλέπει εμπόδια -όσο ρεαλιστικά κι αν είναι κάποτε αυτά. Η εκδοχή είναι μία: «Προχωράμε κι όπου μας βγάλει!». Δεν υπάρχουν περιθώρια άρνησης.

Προφανώς, αν κάποιος κατάφερνε να χρησιμοποιήσει τη λογική του σε αδιέξοδες ερωτικές σχέσεις, θα προτιμούσε ένα φινάλε, που θα γλύτωνε τις περιττές απογοητεύσεις. Δε θα επέλεγε να το ζήσει. Και καλά θα έκανε, αφού για να μπορούσε να σκεφτεί τα συν και τα πλην, δεν άξιζε να το ρισκάρει, δε χρειαζόταν να το ζήσει, δεν ήταν πραγματικά ερωτευμένος. Θα έβαζε την ασπίδα της λογικής μπροστά και θα απέκλειε κάθε πιθανότητα να πετύχει.

Ο λογικός άνθρωπος θα απέρριπτε τον έρωτα αν υπήρχε χιλιομετρική απόσταση. Όταν την ίδια στιγμή ο καψουρεμένος θα έσβηνε τα χιλιόμετρα, και θα εστίαζε στο πόσο κοντά είναι συναισθηματικά κι όχι γεωγραφικά. Ο λογικός θα ξέχναγε μια σχέση με διαφορά ηλικίας, θα δηλητηρίαζε την έλξη με βεβαιότητες τρίτων πως δεν ταιριάζουν και θα αγκάλιαζε τη γνώμη του κόσμου αντί για ‘κείνο το σώμα.

Ο έρωτας –πόσο μάλλον το ατίθασο παιδί του, η καψούρα–, όταν κι αν υπάρχει, δεν αφήνει περιθώρια για δεύτερες και τρίτες σκέψεις. Σε βάζει αμέσως στο κόλπο. Βουτάς στην ευκαιρία που σου δόθηκε, αναγνωρίζοντας μια ενδεχόμενη τούμπα κι ελπίζοντας να καταφέρει να καλύψει κάθε κενό που μπορεί να υπάρχει μέσα σου. Σου θολώνει το μυαλό με τέτοιο τρόπο που δε σ’ αφήνει περιθώρια να σκεφτείς κάτι άλλο. Το κεφάλι σου είναι κατειλημμένο απ’ τον άνθρωπο που σου προκάλεσε αυτά τα δυνατά συναισθήματα κι επαναλαμβάνει την εικόνα σας μαζί.

Η λογική δεν έχει θέση στο συναίσθημα.  Μένει παραμελημένη σε μια γωνιά του εγκεφάλου και κανείς δεν την αναζητά. Θα την ψάξει μόνο αυτός που η καψούρα δεν τον έχει καταλάβει ακόμα κι ο έρωτας δεν τον ακούμπησε καν. Όταν τον αγγίξει, τότε θα τη διώξει κι εκείνος, σαν να μην την γνώρισε ποτέ.

 

Συντάκτης: Χρύσα Κωστοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη