Αναμενόμενο σε μια απλή βόλτα να πετύχεις κάποιον γνωστό σου. Δεν έχει και τόση σημασία αν κατοικείς σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο ή στην επαρχία, σχεδόν κατά κανόνα, όταν βγαίνεις έξω απ’ το σπίτι σου, θα ‘ρχεσαι αντιμέτωπος με παλιούς φίλους, που χαθήκατε με τα χρόνια, ή με απλούς γνωστούς, που η επικοινωνία σας ανέκαθεν περιοριζόταν στα τυπικά. Κι αν δρόμοι σας σάς φέρουν πρόσωπο με πρόσωπο, αρχίζουν τα κλασικά «Πού είσαι εσύ, μωρέ;», «Πού χάθηκες;», «Τι νέα;» κι όλα τα σχετικά. Για να σκάσει κάπου εδώ, ανάμεσα σε σφιγμένα χαμόγελα και προσποιητό ενδιαφέρον, η φράση-ορόσημο σε τέτοιες τυχαίες συναντήσεις, δίνοντας το τελειωτικό χτύπημα.

«Να κανονίσουμε καφέ, να τα πούμε» ακούς, κι εκείνη τη στιγμή νιώθεις το αίμα να ανεβαίνει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και το νευρικό σου σύστημα να ταράζεται. Σερβίρεσαι πάντα και παντού αυτή τη φράση, απ’ όλους. Είτε είναι φίλος σου είτε απλός γνωστός θα σου πει το ίδιο ακριβώς πράγμα. Πόσοι, στ’ αλήθεια, όμως, το εννοούν; Πόσοι θέλουν πραγματικά να μιλήσετε ξανά και μάλιστα άμεσα, κανονίζοντας μια ωραία έξοδο για έναν χαλαρό καφέ; Ελάχιστοι. Οι περισσότεροι επιλέγουν αυτήν την πρόταση ως ένα χαριτωμένο επίλογο μιας συζήτησης στη μέση του δρόμου, μόνο και μόνο για να αφήσουν πίσω τους μια καλή εντύπωση, μια εικόνα συμπάθειας. Θεωρούν πως με αυτόν τον τρόπο, διά μαγείας, θα φανούν πιο φιλικοί στα μάτια μας και θα κερδίσουν την εκτίμησή μας.

Μόνο που κανείς δεν ψαρώνει, αφού όλοι ξέρουμε την πραγματικότητα και διαβάζουμε πίσω απ’ τις λέξεις. Γίνεται άμεσα αντιληπτό πως αυτή η ξαφνική συμπάθεια κι η πρόθεση για έξοδο δεν είναι αληθινή. Αυτή η πρόσκληση για καφέ λέγεται απλά για να ειπωθεί, δεν έχει βάση, δε θα υλοποιηθεί ποτέ, κι αυτό είναι κάτι που το γνωρίζουν καλά κι οι δύο πλευρές. Προφανώς, δε θα περιμένει κανείς να κλειστεί κάποιο ραντεβού κι ακόμα κι αν κάποιος πάρει στα σοβαρά την έξοδο αυτή, σύντομα θα προσγειωθεί, όταν η άλλη πλευρά βρει μια δικαιολογία ή απλά τον αγνοήσει.

Σαφώς, δεν είναι όλα άσπρο-μαύρο, υπάρχει κι ένα μικρό ποσοστό που όντως θα το εννοεί. Ίσως σε περιπτώσεις που είστε χρόνια φίλοι και μπορεί απλά να έχετε χαθεί λόγω συγκυριών, χωρίς να ‘χει συμβεί κάτι μεταξύ σας. Δεν αναφερόμαστε, όμως, σε αυτούς τους ανθρώπους, δεν εστιάζουμε στη μειοψηφία. Αυτοί, αργά ή γρήγορα, θα επιδιώξουν με ένα μήνυμα την κοινή έξοδο που πρότειναν (λίγο ή πολύ) καιρό πριν. Δε θα το αφήσουν να περάσει έτσι.

Η πλειοψηφία, όμως, εκείνων που προτείνουν αυτόν τον καφέ, γνωρίζει καλά πως δε θα κανονιστεί ποτέ. Θέλουν απλώς να φαίνονται φιλικοί κι ευγενικοί με όλους, άσχετα αν με το που γυρίσεις την πλάτη σου τα κακόβουλα σχόλια θα πέσουν βροχή απ’ τα ίδια αυτά άτομα. Μπροστά σου, τουλάχιστον, για εκείνα τα λίγα λεπτά που θα συναναστραφείτε πρέπει να δώσουν την καλύτερη εντύπωση. Καμουφλάρουν τις αντιπάθειες και την αντικοινωνική πλευρά τους πίσω από υποκριτικές προτάσεις και μεγάλα, κούφια, χαμόγελα. Μα στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου μεμπτό, ούτε σε κάνει αντικοινωνικό, το να μη θες να πας για έναν καφέ με κάποιον που έχεις να τον δεις χρόνια και που ποτέ δεν είχατε ουσιαστικές επαφές. Είναι αληθινό, κι όλοι αυτό νιώθουμε -ας μην κρυβόμαστε.

Συνεπώς, δεν είναι προτιμότερο και, σίγουρα, πιο ειλικρινές να μην προταθεί ποτέ αυτός ο χιλιοειπωμένος καφές; Το να αφιερώσουμε πέντε λεπτά για να πούμε τα νέα μας, εκεί στο σημείο που βρεθήκαμε με τον άλλον τυχαία, αρκεί. Να πούμε με τι ασχολούμαστε, αν έχει γίνει κάτι συνταρακτικό κι αξιοσημείωτο στη ζωή μας, να κάνουμε και λίγη πλάκα μεταξύ μας, και μέχρι εκεί. Κανένας καφές, καμία έξοδος. Καμία υπόσχεση, καμία δέσμευση, καμία προσδοκία, καμία υποκρισία, καμία απογοήτευση. Είπαν ό,τι είχαν να πουν και χάρηκαν για την αντάμωση.

Ύστερα, ο καθένας συνεχίζει τον δρόμο του αμέριμνος κι ανακουφισμένος. Κανείς δεν είπε την ενοχλητική –και με προσποιητή χαρά– πρόταση «Να κανονίσουμε για καφέ» και κανείς δεν απάντησε, μηχανικά και χωρίς θέληση, «Ναι, εννοείται».

Δεν είναι ανάγκη να παρουσιαζόμαστε σε όλους φιλικοί κι έξω καρδιά άνθρωποι, λέγοντας πράγματα που δεν τα εννοούμε και, πάνω απ’ όλα, που δεν τα θέλουμε. Ας αρκεστούμε σε λίγα αλλά ειλικρινή. Τότε θα γίνουμε πραγματικά συμπαθητικοί σε όλους!

Συντάκτης: Χρύσα Κωστοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη