Το είδωλό μου είναι μουσικός. Δεν είναι γνωστός, δεν τον ξέρεις. Παίζει τα βράδια στα στενά κι έχει μπρος του ένα δισκάκι. Κάποιες φορές έχει μέσα μερικά κέρματα, άλλες το γυρίζει κενό στο δωμάτιο που ζει. Δεν έχει οικογένεια, δεν ήταν τυχερός. Δεν ξέρω για ποιο λόγο φορά καθημερινά τα ίδια ρούχα, μα τον θαυμάζω. Θαυμάζω την επιμονή του για ζωή, την υπομονή να στολίζει με μουσική τα σοκάκια της πόλης ακόμη κι όταν γνωρίζει πως μπορεί να κοιμηθεί και πάλι νηστικός.

Το είδωλό μου είναι ζωγράφος. Δεν έχει εκθέσει σε κάποια γκαλερί, οι φίλοι του δε γνωρίζουν το επάγγελμά του. Δεν έχει σταθερή δουλειά, δεν ξέρει αύριο πού θα είναι. Ζωγραφίζει περιστασιακά, ελάχιστα πουλάει. Έχει κι ένα πτυχίο κάπου παρατεταμένο, δε βρήκε τον κατάλληλο άνθρωπο για να το δείξει. Ανά περιόδους κάνει διάφορες δουλειές, μα πάντα επιστρέφει στην αγάπη του, τη ζωγραφική. Το χέρι του πιάνει, μα εκείνος δεν έπιασες τις ευκαιρίες που του δόθηκαν στο παρελθόν κι έτσι κατέληξε να ζει συντροφιά με τους πίνακες και την οικογένειά του. Είναι ευτυχισμένος, για αυτό τον θαυμάζω.

Το είδωλό μου είναι ο γείτονάς μου. Χρόνια εθισμένος σε ουσίες, στο παρελθόν τον φοβόμουν. Δεν έχεις λόγο να τον λυπάσαι, πλέον ζει με την κοπέλα του σε κάποια άλλη περιοχή. Ξέφυγε, είχε πάθος για τη ζωή κι ας είχε σβήσει για κάποια χρόνια. Πάλεψε με τις σκέψεις, τον εαυτό και την οικογένειά του. Έπεσε χαμηλά μα είναι στην κορυφή. Τον θαυμάζω γιατί είναι δυνατός, νίκησε τον εαυτό του.

Το είδωλό μου είναι ο υπάλληλος του σούπερ μάρκετ. Δεν ξέρω πολλά για αυτόν, θυμάμαι ωστόσο την εμφάνισή του. Για πολλά χρόνια ήταν παχύσαρκος, λένε στη γειτονιά πως η κατάθλιψη τον οδήγησε στην υπερφαγία. Δεν ξέρω αν ισχύει, ούτε μπορώ να διακρίνω την κατάθλιψη. Ο εθισμός στο φαγητό με χαρακτηρίζει συχνά, μα –δε βαριέσαι;- τρώω λιγότερο την επόμενη ημέρα. Δεν μπορώ να μπω στη θέση του, δε θέλω να μπω στη θέση του. Νίκησε κι εκείνος τις σκέψεις του, δάμασε σώμα και μυαλό, την ώρα που οι συνάδελφοί του «έθαβαν» τον υπεύθυνο.

Το είδωλό μου είναι φαρμακοποιός. Ξέρει τη συνταγή για τα πιο νόστιμα μπιφτέκια. Δική του ιδέα, μυστικό που θα πάρει μαζί του. Εκτός από το φαρμακείο, δουλεύει κάποια βράδια στην ταβέρνα. Όχι πως δεν του φτάνουν τα χρήματα, ούτε και βαριέται στο σπίτι. Είχε από μικρός δύο όνειρα και τώρα τα συνδυάζει. Τώρα που μπορεί. Δε φοβάται τη δουλειά, η μαγειρική για κείνον είναι τέχνη. Η τέχνη είναι υποκειμενική, μα αν τύχει και την κάνεις ερωμένη, δύσκολα φεύγεις από αυτή. Είναι η μοναδική «νόμιμη ερωμένη» κι αν σου κάτσει, κάνε παράλληλη σχέση, αξίζει. Θαυμάζω την «απιστία» του ζώντας σε έναν κόσμο που θεωρεί πως πρέπει κάπου, κάποτε να κατασταλάξεις.

Το είδωλό μου είναι πολιτικός. Όχι από τους άλλους. Ζει με τον σύντροφό του, τον παρουσιάζει ως ξάδερφο. Ποτέ δεν αποδέχτηκε τη σεξουαλικότητά του, μέχρι που γνώρισε εκείνον. Είναι πρόσωπο δημόσιο, τον ξέρουν όλοι και κανείς. Δεν είναι έτοιμος, βλέπεις, για τόση δημοσιότητα –άλλο στα πλαίσια της δουλειάς. Έχει ήδη εχθρούς, το ξέρει, μα φοβάται την αλήθεια. Τη φοβάται μα τη ζει, γιατί ήταν τυχερός και βρήκε τον κατάλληλο άνθρωπο που μαζί του πήρε το ρίσκο. Τον θαυμάζω γιατί μπορεί να μην είναι σίγουρος για το τι ακριβώς κάνει, όμως το κάνει με επιτυχία.

Το είδωλό μου είμαι εγώ. Δεν έχω καμία σχέση με τους παραπάνω ούτε κι εκείνοι μεταξύ τους. Η ιστορία της ζωής μου ίσως είναι λίγο βαρετή για σένα, μα φροντίζω ώστε η κάθε παράγραφός της να είναι αληθινή. Να είναι παραστατική, να έχει αγωνία. Να διακατέχεται από συναισθήματα, από δράση, από ανθρώπους. Να μην κλείνω τα μάτια όταν φοβάμαι, να μην κρίνω εκείνον που φέρεται «παράξενα». Όχι από άποψη ηθικής, αρετής ή καλοσύνης, μα από άποψη πεποιθήσεων. Αποδοχή του τυχαίου, παραδοχή πως τίποτα δεν καθορίζω. Ούτε εγώ, ούτε εσύ, ούτε εκείνοι που πιστεύεις πώς το κάνουν. Κάνε αυτό που θέλεις, πάλεψε γι’ αυτό που ίσως νομίζεις πως μπορεί να σε εκφράζει- μη λυπάσαι αν δε σκέφτηκες κάτι συγκεκριμένο, δε χρειάζεται με το ζόρι να έχεις κάποιο στόχο- όνειρο. Κάνε ό,τι σου βγει, απλά. Όσο οι συνέπειες δεν είναι καταστροφικές για τους άλλους, είναι ευεργετικές για σένα.

Συντάκτης: Ολίνα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου