Αν φοβάσαι την κριτική, ύψωσε το χέρι σου. Αν το κάνεις δειλά, σχεδόν ενοχικά, πίσω από εκείνον τον τύπο με τις φαρδιές πλάτες και το επιβλητικό παράστημα, τότε ίσως και να μην επιθυμείς να υποψιαστώ την αχίλλειο πτέρνα σου. Δε σε αδικώ καθόλου. Σου έμαθαν, άλλωστε, από νωρίς πως χρειάζεται να δείχνεις δυνατός κι ακλόνητος. Η πρώτη σελίδα απ’ τις οδηγίες επιβίωσης… Το θυμάσαι, άραγε;

Εσύ πίστεψες, λοιπόν, πως –ακόμη κι αν τα φαινόμενα απατούν– είσαι τόσο ακριβώς κουλ όσο φαίνεσαι. Για την ακρίβεια, όχι μόνο εσύ. Κι εγώ το ίδιο πίστεψα. Μα βαρέθηκα τις δανεικές ιδέες και τώρα σηκώνω το χέρι μου. Περήφανα, δίχως περιττές ντροπές. Με βλέπεις και –τι έκπληξη!–σηκώνεις το δικό σου πιο ψηλά. Λιγότερα διστακτικά αυτή τη φορά. Μου χαμογελάς. Σχεδόν με συμπόνια. «Δεν είμαι μόνος» ανασαίνεις με ανακούφιση.

Ύστερα ένας-ένας ακολουθούν κι οι υπόλοιποι. Οι τελευταίες αντιστάσεις κάμπτονται κι όλοι με μία φωνή εξομολογούμαστε πως δεν πετάμε και τη σκούφια μας για τους φωσφοριζέ μαρκαδόρους που υπογραμμίζουν τα κακώς μας κείμενα. Στο κάτω-κάτω –για να τα κουβεντιάσουμε και με ειλικρίνεια– έχουμε εμείς, στ’ αλήθεια, κακώς κείμενα; Δε νοούμαστε για πλάσματα συνταρακτικά κι ανεπανάληπτα, σωστά καμάρια της ανθρωπότητας;

Αναρωτιέμαι… Τελικά, τι δεν αντέχουμε; Τα λάθη μας ή την προσπάθεια που απαιτείται για να τα διορθώσουμε; Τις αδυναμίες μας ή μήπως το γεγονός πως η τρωτή μας φύση γίνεται ορατή στους παρατηρητές και, συνεπώς, ο βασιλιάς ξεγυμνώνεται;

Αναμφισβήτητα, δομήσαμε με εξαιρετική δεξιοτεχνία την περσόνα μας κι έκτοτε βαλθήκαμε να την περιφρουρούμε ως Κέρβεροι. Γυρέψαμε τονωτικές ενέσεις του ναρκισσισμού μας και σφυρίξαμε αδιάφορα στις ρωγμές που ερωτοτροπούσαν με τη σοβαρή προοπτική της εξέλιξής μας. Η αναμέτρηση με τις ρωγμές μας, εξάλλου, απειλούσε τον κόσμο όπως τον ξέραμε.

Κι αν κάπου στην πορεία οι σταγόνες της επίκρισης θόλωσαν το ποτήρι της κριτικής; Ίσως εκεί να στράβωσε η δουλειά. Βιώσαμε τότε μια κάποια σύγχυση κι αποφασίσαμε πως η ευαίσθητη κράση μας δεν τη σηκώνει πια την αμφισβήτηση.

Όμως η κριτική αποτελεί πραγματικά υπέροχο πράγμα όταν ταυτίζεται με το αντικειμενικό σχόλιο ενός ώριμου νου, που νοιάζεται για την πρόοδο του συνομιλητή του. Ακόμη και μια σκληρή παρατήρηση δύναται να διατυπωθεί με ευγένεια και κομψότητα, με ενδιαφέρον και σχολαστικότητα και, φυσικά, κρατώντας τις υγιείς αποστάσεις από προσωπικούς χαρακτηρισμούς.

Η κριτική, άλλωστε, λαμβάνει σταθερά και την ενέργεια του ατόμου που την ασκεί. Ο καλλιεργημένος άνθρωπος θα εξετάσει τον πίνακα ζωγραφικής σου. Θα παρατηρήσει την ενδεχόμενη αστοχία του χρώματος, μα δε θα σπεύσει να συμπεράνει ότι η λάθος επιλογή μπογιάς συνεπάγεται σκοτεινά παιδικά χρόνια, υπολανθάνον σύμπλεγμα κατωτερότητας και μετατραυματικό στρες από ανεμοβλογιά.  Τον αφορά μονάχα να σου υψώσει μια σκάλα για να αναπνεύσεις καλύτερα. Από εκεί ψηλά εύχεται να δεις πως τα σπίτια φαντάζουν με κουκκίδες μονάχα όταν χτίζονται από ανέμπνευστους αρχιτέκτονες. Και κυρίως λαχταρά να σε ενθαρρύνει να γίνεις εσύ ένας εμπνευσμένος αρχιτέκτονας, να κάνεις τη διαφορά και να αγγίξεις τις άπειρες προοπτικές σου.

Η σωστή κριτική περιφρονεί την εμπάθεια. Δε σηκώνει το φρύδι στον ουρανό σαν αυθεντία, δεν καταλήγει σε βιαστικά συμπεράσματα, δε μειώνει τον διπλανό για να αναστηλώσει το θρυμματισμένο της εγώ.

Λέμε λοιπόν «ναι» στην κριτική μα όχι στην οποιαδήποτε κριτική. Δε γυρίζουμε το άλλο μάγουλο στα απορρίμματα απαίδευτων ψυχών. Σεβόμαστε όσους στρέφουν τη ματιά μας στις λακκούβες των ονείρων μας αλλά όχι αυτούς που μας ωθούν να βυθιστούμε σε αυτές.

Οι Λαιστρυγόνες κι οι Κύκλωπες ζουν, όμως, αιωνίως ανάμεσά μας. Καθρεφτίζουν στο περιβάλλον τους τις ανασφάλειές τους, μπας κι απαλλαγούν επιτέλους απ’ τη βαριά σκιά που τους ακολουθεί. Και το πιο λυπηρό; Δε δίνουν δεκάρα για την τύχη του Οδυσσέα. Δεν τον κριτικάρουν για να γίνει πιο επιδέξιος καπετάνιος, για να φουσκώσει καλύτερα τα πανιά του, για να εκπαιδεύσει αρτιότερα τους συντρόφους του. Τον υπονομεύουν ακριβώς για να μην πατήσει ποτέ το πόδι του στην Ιθάκη. Γιατί η Ιθάκη θα σημάνει το τέλος της δυστυχίας του και ποιος, στ’ αλήθεια, ασχολείται με μυθικά τέρατα όταν ενώνει τα κομμάτια της ιστορίας του;

Τεντώνουμε, λοιπόν, τα αφτιά μας στους καλοπροαίρετους εμπνευστές κι αγνοούμε τους κακεντρεχείς, που πείσμα το έβαλαν να μας πείσουν πως το πλοίο μας είναι βάρκα κι ο ωκεανός μας η ρηχή τους λίμνη.

Συντάκτης: Κατερίνα Τσιτούρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη