Αν όχι εμείς οι ίδιοι, πολλοί είναι οι φίλοι μας που έζησαν, για κάποιο διάστημα, ή και ζουν ακόμα στο εξωτερικό κι έτσι, αφού γνωρίσαμε για τα καλά κι άλλους κρατικούς μηχανισμούς, μπορούμε πια να συγκρίνουμε ορισμένα πράγματα και καταστάσεις. Σε κάποια υπερέχουν, σε ορισμένα δε θα μας αλλάζαμε, άλλα αυτό απ’ το οποίο δεν μπορεί κανείς μας να γλυτώσει –και που έξω είναι κάπως ευκολότερο– είναι η ελληνική γραφειοκρατία.

Σ’ όλους μας έχει τύχει να χρειαστεί να περιμένουμε ώρες σε ουρές ή σε άβολες καρέκλες μέχρι να έρθει το νούμερό μας. Μπήκαμε στη διαδικασία από μικροί, όταν οι γονείς μας μάς άφηναν να τους κρατήσουμε τη θέση κι αυτοί πήγαιναν να πάρουν έναν καφέ για να αντέξουν την αναμονή ή ακόμη χειρότερα να πάρουν νουμεράκι από κάποια άλλη υπηρεσία.

Αυτό που ακούμε συχνότερα είναι το «Πήγαινε πρωί να πιάσεις σειρά». Ναι, αλλά έτσι σκέφτηκαν κι όλοι οι υπόλοιποι, γι’ αυτό κι όλοι πηγαίνουμε πρωί κι επικρατεί από νωρίς χαμός, με αποτέλεσμα όσοι έρθουν πιο αργά να ξέρουν πως και να κάτσουν να περιμένουν, μάλλον δε θα εξυπηρετηθούν. Με βαριά καρδιά, λοιπόν, ξεκινάμε αχάραγα και συνήθως φροντίζουμε να συνδυάσουμε μερικές δουλειές την ίδια μέρα, για να ξεμπερδεύουμε με αυτά.

Οι άνθρωποι, όμως, που είναι πίσω απ’ το γκισέ και δουλεύουν εκεί καθημερινά αντιμετωπίζουν τις ίδιες υπηρεσίες για χρόνια. Λίγο τα χαρτιά, λίγο ο κόσμος, λίγο οι καθυστερήσεις κι η πίεση, ίσως κι οι χαρακτήρες τους, τούς κάνουν όλα αυτά μερικές φορές να ‘ναι αγενείς ή έστω να μη μας συμπεριφέρονται με την ευγένεια που προσδοκάμε κι αξίζουμε. Κάποτε ίσως να τους προκαλούμε κι εμείς οι ίδιοι, είναι όμως και μερικοί που το ‘χουν στο αίμα τους.

«Αν δεν έχεις κάνει μια δουλειά, μην την κρίνεις» λένε. Και το τηρούμε συνήθως. Αλλά δε φταίμε εμείς αν έχει τόσο κόσμο ή αν εκείνος ο ταμίας ξύπνησε στραβά. Εφόσον έχει να κάνει με εξυπηρέτηση πελατών, οφείλει να διαθέτει μια υποτυπώδη έστω ευγένεια κι υπομονή. Ειδικά στην περίπτωση που ο πελάτης απευθύνεται ήρεμα και μιλάει όμορφα, εκείνος δεν έχει καμία δικαιολογία για να γίνεται απότομος και σαρκαστικός.

Συνήθως, σε τέτοιες υπηρεσίες, μιλάμε για ανθρώπους ακούνητους απ’ τις θέσεις τους, ίσως και βυσματικά τοποθετημένους, από ‘κείνα τα χρόνια που τα ρουσφέτια κι οι πελατειακές σχέσεις ‘διναν και ‘παιρναν. Ανθρώπους που χάθηκαν πίσω απ’ τα γραφεία και τη χαρτούρα τους, χάνοντας κάθε ενδιαφέρον γι’ αυτό που κάνουν και που ρομποτικά δίνουν το παρόν εκεί, μετά από πολλά χρόνια στο συγκεκριμένο πόστο. Αυτό, όμως, δεν τους δίνει κανένα δικαίωμα να μας κάνουν να δυσανασχετούμε που φτάσαμε ως εκεί και να παλεύουμε με τη βαρεμάρα ή τα κόμπλεξ τους για να εξυπηρετηθούμε.

Κανονικά θα ‘πρεπε να υπάρχει και μία μέθοδος αξιολόγησής τους απ’ το κοινό. Ίσως και να υπάρχει, δηλαδή, σε κάποιες υπηρεσίες, αλλά την υπολογίζει κανείς, άραγε; Υπάρχει λόγος εκείνη τη στιγμή να μπούμε στη διαδικασία να απαντήσουμε στον αγενή υπάλληλο ή απλά θα μας καθυστερήσει παραπάνω ή κι εκδικητικά θα μας παιδέψει περισσότερο και τζάμπα θα χαλάσουμε το σάλιο μας;

Είναι ανάλογα και πώς μας έχει πάει κι εμάς η μέρα. Αν έχουμε περάσει ώρες ολόκληρες σε τέτοιες υπηρεσίες, αντιμετωπίζοντας την αγένεια ορισμένων υπαλλήλων, κάποια στιγμή θα σπάσουμε. Δεν αξίζει, όμως, και το γνωρίζουμε αυτό. Απλά αν γίνει μια αναφορά στον προϊστάμενο του τμήματος, για παράδειγμα, ίσως κάτι να αλλάξει. Ίσως μετά από πολλές αναφορές για το ίδιο πρόσωπο κάτι να γίνεται.

Το θέμα είναι πως οι διαδικασίες αυτές είναι από μόνες τους εξαντλητικές. Το να μπούμε στη διαδικασία να μαλώσουμε ή να διαπληκτιστούμε δε θα αποφέρει κάτι. Ίσα-ίσα, θα μας προσφέρει επιπλέον νεύρα και ψυχολογική κούραση. Στην περίπτωση που ο υπάλληλος συνεχίσει την ίδια συμπεριφορά μπορούμε να ζητήσουμε να δούμε κάποιον προϊστάμενο ή να προχωρήσουμε σε μια γραπτή αναφορά, ελπίζοντας πως δε θα καταλήξει στον καταστροφέα εγγράφων -εκείνο το μηχάνημα που κάνει τα χαρτιά κομφετί, ξέρετε. Αν, βέβαια, καταλάβουμε πως καταπατούνται τα δικαιώματά μας κι εμποδίζεται η εξυπηρέτησή μας, τότε, ναι, θα αντιδράσουμε.

Ας μας βοηθήσουμε κι εμείς όσο μπορούμε. Τις μέρες που αποφασίζουμε να κάνουμε τέτοιες δουλειές ας μην ξεκινάμε αρνητικά προδιατεθειμένοι απ’ το σπίτι. Ας πιούμε τον καφέ μας λίγο πιο γλυκό, ας φάμε και κάτι, γιατί νηστικοί νευριάζουμε ευκολότερα, κι ας ξεκινήσουμε με την ελπίδα πως θα ξεμπερδέψουμε γρήγορα κι ανώδυνα. Το κυριότερο, ας μην είμαστε εκείνοι που λένε «Θα πάω στον τάδε φίλο να με εξυπηρετήσει, χωρίς να μπω στην ουρά».

Ας μην προκαλούμε μεταξύ μας ο ένας τον άλλον.

Συντάκτης: Ζωή Χατζησαλάτα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη