Γνωρίζεις κάποιον κι η πρώτη κουβέντα που λες είναι «Χαίρω πολύ». Χωρίζουν οι δρόμοι σας αργότερα και λες το ίδιο: «Χάρηκα που σε γνώρισα». Πόσο ισχύει, όμως, αυτή η χαρά; Μήπως είναι λίγο προσποιητό να εκφράζεις τόσο ενθουσιασμό για κάποιον που μόλις γνώρισες;

Συχνά, έχουμε την τάση να κρύβουμε τα πραγματικά μας συναισθήματα. Δε μένουμε απαραίτητα ανέκφραστοι κι ουδέτεροι, στη θέση τους δείχνουμε κάτι άλλο. Ίσως δε θέλουμε να προβάλουμε μια αδυναμία μας, αν φανεί πως δεν είμαστε καλά, κι έτσι απλά χαμογελάμε όσο πιο πλατιά μπορούμε. Ίσως επειδή θέλουμε να τραβήξουμε το ενδιαφέρον, ενός συγκεκριμένου ή πολλών γενικά, επιλέγουμε να μεγεθύνουμε τα προβλήματά μας, ζητώντας παρηγοριά. Από άμυνα, χαμηλή αυτοπεποίθηση, έλλειψη θάρρους, κρύβουμε τις ανησυχίες, τους φόβους, τον θυμό μας παριστάνοντας την πιο βολική –κατά περίπτωση– εκδοχή μας

Συχνό φαινόμενο όταν γνωρίζεις ένα άτομο που σε ενδιαφέρει ερωτικά ή μια παρέα στην οποία θέλεις να ενταχθείς, να δείχνεις πως έχεις κοινές ιδέες κι όμοια γούστα, πως σ’ αρέσουν οι ίδιες ταινίες, τα ίδια μέρη, οι ίδιοι τρόποι διασκέδασης. Καταλήγει βασανιστικό, όμως, από ένα σημείο και μετά και για ‘σένα και για τους άλλους. Εσύ εγκλωβίζεσαι να κάνεις πράγματα που δεν απολαμβάνεις κι οι άλλοι –όταν πλέον σε μαθαίνουν ως χαρακτήρα– μπορούν να καταλάβουν το θέατρό σου. Πράγμα που σε ρίχνει πιο πολύ στα μάτια τους απ’ το να τους έλεγες εξαρχής «Όχι, δε θα έρθω για ορειβασία γιατί προτιμώ τα θαλάσσια σπορ».

Υπάρχουν κι άνθρωποι που μας κάνουν να αμφισβητούμε τον εαυτό μας, που ψοφάμε να τους εντυπωσιάσουμε και που μπροστά τους λαχταράμε να φαινόμαστε θεοί, οι καλύτεροι, ότι κάνουμε ζωάρα, ότι έχουμε όλα όσα θέλουμε και δεν αφήνουμε ποτέ τον εαυτό μας να αδρανεί. Δε θέλουμε να δουν πως υπάρχουν κι οι μαύρες μας στιγμές, οι κάπως αδύναμες, ότι είμαστε απλά φυσιολογικοί. Ξυπνούν, δηλαδή, τις μεγαλύτερες ανασφάλειές μας.

Αντίστοιχα, όταν ζηλεύουμε ή τα κόμπλεξ μας μάς κάνουν να αισθανόμαστε κατώτεροι, θάβουμε επιφανειακά αυτά τα συναισθήματα, παριστάνοντας τους κουλ και τους άνετους. Σαφώς και δε μας τιμούν αυτά τα συναισθήματα, αλλά είναι κάτι που πρέπει να δουλέψουμε μέσα μας κι όχι να το καμουφλάρουμε έξω μας. Το πρόβλημα κι η λύση είμαστε πάντα εμείς. Εμείς πρέπει να βελτιωθούμε κι όχι ο απέναντί μας να χαλάσει αυτό που εμείς θεωρούμε τέλειο.

Μεγαλώνοντας γινόμαστε πιο επιλεκτικοί στους ανθρώπους που θέλουμε στη ζωή μας. Κρατάμε, όμως, συχνά κάποιον –είτε φίλο είτε σύντροφο– από συνήθεια. Έχοντας αλλάξει τα συναισθήματά μας, επειδή απλά νιώθουμε πως δεν μπορούμε να τον χάσουμε απ’ τη ζωή μας ή γιατί φοβόμαστε τη μοναξιά και το τι θα ακολουθήσει, προσποιούμαστε πως είναι όλα καλά. Με τον τρόπο αυτό, όμως, φυλακίζουμε εμάς, μειώνουμε τον άλλον και γελοιοποιούμε τον εαυτό μας.

Όσο κι αν καταπιέσουμε το ξενέρωμά μας, εκνευριζόμαστε με το καθετί που κάποτε θεωρούσαμε χαριτωμένο κι ο άνθρωπος που μας ξέρει καλά καταλαβαίνει πως κάτι έχει αλλάξει, πως ουσιαστικά τον κοροϊδεύουμε. Ακόμα και στο σεξ όταν προσποιούμαστε, κάποια στιγμή αυτό γίνεται αντιληπτό απ’ τον άλλο∙ τον χαλάει αλλά χαλάει κι εμάς που δεν το απολαμβάναμε όσο θα θέλαμε και δεν κάναμε κάτι για να αλλάξει.

Μέσα σε καμουφλαρισμένες ωραιοποιημένες συμπεριφορές χάνεται η αλήθεια, ο αυθορμητισμός, η γνησιότητά μας αλλά κι η ουσία της όποιας σχέσης μας. Κυριαρχεί η παραπλάνηση και το ψέμα, πράγμα που οδηγεί στην καχυποψία απέναντι στο πρόσωπό μας, όταν γίνουν εμφανή τα αληθινά μας αισθήματα, μα παράλληλα κατάσταση εξίσου ψυχοφθόρα και για μας, που κρυβόμασταν απ’ τον ίδιο μας τον εαυτό και τις αυθεντικές επιθυμίες κι αντιδράσεις μας.

Υπάρχει αυτή η αντίληψη ότι ο άνθρωπος έχει τρεις χαρακτήρες· αυτόν που δείχνει, αυτόν που νομίζει ότι έχει κι αυτόν που έχει πραγματικά. Κανείς δε χρειάζεται να προσποιείται κάτι που δεν είναι. Όλοι είμαστε διαφορετικοί κι οι ατέλειες μας είναι αυτές που μας τελειοποιούν. Το να φοράμε ένα προσωπείο εντελώς αντίθετο από εμάς, να δείχνουμε κάτι που δεν είμαστε, μόνο και μόνο για να ταιριάξουμε κάπου, είναι τελικά απλά παράλογο κι απαξιωτικό -κυρίως απέναντί μας.

Μια μέρα θα κουραστούμε κι εμείς απ’ τον λήθαργό μας και θα ξυπνήσουν κι αυτοί που ουσιαστικά τους κοροϊδεύουμε, και τότε τι; Θα πρέπει να γνωρίσουν απ’ την αρχή έναν καινούριο άνθρωπο.  Έναν άνθρωπο που αν το γνώριζαν υπό άλλες συνθήκες μπορεί να τον λάτρευαν, αλλά τώρα μόνο με καχυποψία μπορούν να τον κοιτάζουν. Πόσο πιο ευτυχισμένοι και ψυχικά ξεκούραστοι θα ήμασταν, αν φερόμασταν απλά όπως νιώθουμε κι αφήναμε στην άκρη τις μάσκες;

 

Συντάκτης: Ζωή Χατζησαλάτα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη