Χαθήκαμε κι εμείς! Δε χάθηκα, ούτε χάθηκες, ίσως να έχασα και να έχασες· απλά χαθήκαμε. Ο ένας απ’ τον άλλον, ο ένας τον άλλον, μεταξύ μας, όπως θέλεις πες το. Χαθήκαμε και δεν έχουμε μια πυξίδα να μας δείξει το δρόμο της επιστροφής.

Αν μου το έλεγαν παλιότερα, θα γέλαγα. Εμείς που αν περνούσε μία ώρα και δεν είχαμε μιλήσει,  θα δηλώναμε εξαφάνιση στο πρώτο αστυνομικό τμήμα. Κι η αλήθεια είναι πως η στενή επαφή εύκολα γίνεται δυνατή συνήθεια κι εγώ δεν πίστευα πως θα υπάρξει μέρα που θα ξυπνήσω και δε θα δω την καλημέρα σου. Δε φαντάστηκα πως θα πέφτω για ύπνο χωρίς την καληνύχτα σου.

Ξημερώνει η μέρα της γιορτής σου και δεν μπορώ να σου στείλω «χρόνια πολλά». Δε γίνεται, θα ‘ναι άβολο, δε θα το περιμένεις, δε θα ‘πρεπε να το κάνω. Εγώ που σε άλλη περίπτωση θα χοροπηδούσα δίπλα σου απ’ τις 12 το βράδυ δίνοντάς σου ένα φιλί για κάθε ευχή μου. Πώς καταντήσαμε έτσι;

Ξέρεις, απ’ τη βιασύνη και τον ενθουσιασμό μου είχα ήδη αποφασίσει τι δώρο θα σου πάρω για τα Χριστούγεννα κι είναι αστείο πως τελικά ούτε το «καλή χρονιά» δε θα ανταλλάξουμε φέτος. Άσε που πρέπει να αλλάξω και τη λίστα μου με όλα τα σχέδιά μου, αφού ήσουν κι εσύ μέσα σ’ αυτά. Όλα σε α’ πληθυντικό: να κάνουμε, να πάμε, να δούμε. Καιρό είχα να σκεφτώ μόνο τον εαυτό μου.

Είχαμε τα ίδια στέκια, ίδιες συνήθειες, ίδια αγαπημένα μέρη, μα τώρα δε σε βρίσκω ούτε τυχαία για να δω αν από κοντά θα πούμε έστω ένα γεια ή αν απλώς βιαστικά και κάπως αμήχανα θα προσπεράσουμε ο ένας τον άλλον. Να δω πώς θα φερθούν οι φίλοι σου όταν με δουν, οι φίλοι που κάποτε ήταν και δικοί μου. Τους είχα συνηθίσει κι αυτούς στην καθημερινότητά μου. Μα, μάντεψε, χαθήκαμε κι εγώ δεν έχω νέα τους κι ας αναρωτιέμαι αν ο ένας πήρε το πτυχίο του κι αν άλλος τα βρήκε τελικά με ‘κείνο το απωθημένο του.

Η φωνή σου ήταν η παρέα μου στο τηλέφωνο όταν περίμενα το λεωφορείο κι η σιγουριά μου όταν περπατούσα το βράδυ για το σπίτι. Τώρα δεν έχω όρεξη ούτε τα ακουστικά μου να φορέσω, που δεν τα αποχωριζόμουν. Γιατί ξέρω πως δεν υπάρχει περίπτωση να πάρεις όσο ακούω το αγαπημένο μου τραγούδι, όπως τότε που σου γκρίνιαζα που με διέκοπτες, αλλά ήθελα να σου μιλήσω.

Τώρα, μωρό μου, δε σκοντάφτω στα πεζοδρόμια γιατί κοιτάω μπροστά μου κι όχι το κινητό για να απαντήσω αμέσως στο μήνυμά σου. Δεν πέφτω πάνω στα έπιπλα στο σπίτι τρέχοντας να πιάσω το τηλέφωνο που χτυπάει γιατί δε ξέρω πως δε θα είσαι εσύ. Βαριέμαι να χαζεύω τις βιτρίνες γιατί δεν έχει πλάκα όταν δεν έχω εσένα να με τραβάς και να μου λες «έλα, φτάνει».

Το πρωί είναι κρύο το σπίτι, αφού δεν ξυπνάς πριν από εμένα να ανοίξεις τη θέρμανση και φτιάχνω μόνο μία κούπα καφέ κι όχι ολόκληρη την καφετιέρα αφού δεν τη μοιραζόμαστε πια. Τώρα οδηγώ πιο προσεκτικά γιατί όταν με μάλωνες που έτρεχα συνέχιζα να το κάνω μόνο για να σε τσαντίζω. Να σου πω κι ένα μυστικό; Δεν ξαναπήγα για μπιλιάρδο. Γιατί πολύ απλά το σιχαίνομαι! Μη με ρωτάς γιατί, δεν ξέρω. Δε μου άρεσε πότε. Ερχόμουν όμως με τόσο ενθουσιασμό μαζί σου μόνο για το χαμόγελό σου.

Κι έτσι ξαφνικά όπως ενώθηκαν οι δρόμοι μας σ’ εκείνη τη συναυλία και την μπίρα που έριξες αδέξια πάνω μου, έτσι ξαφνικά και χώρισαν. Θυμάμαι φωνές και κλάματα, δε θυμάμαι ούτε τι είπα ούτε τι είπες. Δεν έχει και σημασία πια. Σταματάω να δηλητηριάζω τις σκέψεις μου. Κρατάω τα καλά και προχωράω. Κάνε το ίδιο κι εσύ.

Κι αν με δεις στο δρόμο τυχαία καμιά φορά, θέλω να ‘ρθεις να με χαιρετίσεις, να μάθω τα νέα σου· γιατί τα παλιά σου τα ξέρω καλύτερα απ’ τον καθένα.

 

Συντάκτης: Ζωή Χατζησαλάτα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη