«Είσαι έτοιμος να περάσω να σε πάρω; Ντύθηκες, στολίστηκες; Φόρεσες την πιο καλή σου διάθεση; Φόρτισες την μπαταρία του κινητού σου στο 100%; Α, και για να μην το ξεχάσω, φρόντισε να σου έχουν μείνει πολλά δεδομένα για ίντερνετ γιατί το μπαράκι που σκοπεύουμε να πάμε δε διαθέτει Wi-Fi για τους πελάτες. Μην τυχόν και την πατήσεις και ξεμείνεις».

«Συγγνώμη, τι είπες; Δε διαθέτει Wi-Fi; Τότε τι να πάμε να κάνουμε; Δεν πάμε πουθενά αλλού; Άκουσα ότι το άλλο μαγαζί στο κέντρο σε κάνει και tag σε κάθε φωτογραφία του που εμφανίζεσαι στη σελίδα του στο Facebook».

«Και το ρωτάς; Τι το συζητάμε τόση ώρα; Λοιπόν στις 10;»

«Έγινε».

Είναι λυπηρό, αλλά αυτός είναι ο κόσμος μας πλέον. Αυτό και το σκεπτικό μας. Τα κίνητρά μας για να διαλέξουμε το μέρος που θα διασκεδάσουμε έχουν αναμφισβήτητα να κάνουν με το αν αυτός ο χώρος μας διευκολύνει τη σύνδεσή μας στους προσωπικούς μας λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Σαφώς κι η ανάγκη μας να δούμε έναν παλιό φίλο, να χαρούμε τη συντροφιά του, να απολαύσουμε τη θέα ενός όμορφου τοπίου ή μιας χουχουλιάρικης ατμόσφαιρας και να ευχαριστηθούμε τα αγαπημένα μας πρόσωπα περνάει σε δεύτερη μοίρα. Είναι προφανές πως, με το να συμπεριφερόμαστε έτσι, αποδεικνύουμε την ανάγκη μας για επιβεβαίωση κι ίσως με έναν τρόπο να εκδηλώνουμε έμμεσα κάποιες απ’ τις ανασφάλειές μας.

Μα είναι πλέον τόσο υποκειμενική η άποψη για το πώς ο καθένας από εμάς διασκεδάζει; Γιατί όσο και να μας παραξενεύει, εκείνος που απαγκιστρώνεται στο smartphone του, αισθάνεται πραγματική ικανοποίηση την ώρα που πίνοντας το ποτό του σερφάρει με απίστευτες ταχύτητες κι ενημερώνεται για τις παρουσίες άλλων σε κοντινά μαγαζιά. Νιώθει γεμάτος, καθώς αναρτά πως πήγε στο πιο πολυδιαφημισμένο μπαράκι της σεζόν. Ακόμα κι αν στο τέλος της βραδιάς γυρνάει σπίτι του πραγματικά κενός χωρίς να έχει ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα με την παρέα του. Δίχως να ‘χει αληθινή αντίληψη του περιβάλλοντος στο οποίο βρέθηκε. Αντάλλαξε βέβαια selfie, σχόλια και like με τους φίλους του στο Twitter. Αυτός για τον εαυτό του μπορεί να πέρασε ιδανικά καλά.

Είναι ο ίδιος άνθρωπος που νιώθει μονός τα βράδια. Που αισθάνεται θλίψη γιατί πάει καιρός από τότε που γέλασε με την καρδιά του ακούγοντας κάποιο αστείο, ο ίδιος που αναρωτιέται γιατί το φλερτ έχει χαθεί. Μετά, βέβαια, επαναπαύεται στη σκέψη πως ό,τι είναι γραφτό να γίνει, θα γίνει. Κι αν ο έρωτας είναι να ‘ρθει, θα ‘ρθει να τον βρει από ‘κει που δεν το περιμένει. Έτσι αλλάζοντας πλευρό κοιμάται πάλι ήσυχος κι αισιόδοξος -ή μάλλον εφησυχασμένος.

Το άτομο αυτό πιθανό να μη διαλέξει ποτέ να πάει σε αυτό το μπαράκι που δεν έχει Wi-fi. Όχι από άποψη αλλά γιατί αισθάνεται πως του κόβουν τα φτερά. Το κινητό του αποτελεί προέκταση του χεριού του και ταυτόχρονα το άνοιγμα σε έναν άλλο κόσμο, εκεί όπου αισθάνεται δημοφιλής. Εκεί όπου ίσως να μην ντρέπεται να ‘ρθει (θεωρητικά μόνο) κοντά με άτομα που τον ελκύουν, να μη φοβάται για την εικόνα του και να νιώθει πιο ελεύθερος. Χάνει, όμως, την επαφή με το περιβάλλον και την αίσθηση του χρόνου.

Δυο ματιά κολλημένα, παγιδευμένα σε μια οθόνη, μπορούν την ίδια στιγμή να νιώσουν τη δύναμη των βλεμμάτων, τη ζεστασιά των σωμάτων και να αλληλεπιδράσουν με όποιον βρίσκεται γύρω; Να μπουν στον ρυθμό της μουσικής, να νιώσουν το κέφι της παρέας, να ταξιδέψουν, να βιώσουν τη στιγμή; Όλα γίνονται μηχανικά. Ο τρόπος που πιάνεις το ποτήρι σου, οι αφηρημένες, σχεδόν μονολεκτικές, απαντήσεις στις ερωτήσεις που σου κάνουν κι η προσοχή σου που αποπροσανατολίζεται απ’ τα πάντα.

Ας κλείσουμε τα Wi-Fi , μπας και ‘ρθουν οι άνθρωποι πιο κοντά. Μπας και ξεχάσουν για μια στιγμή τα κινητά τους στην άκρη. Να μη νοιάζονται για το πώς έχουν βγει σε μια φωτογραφία, ούτε για το πόσα views έχει το live βιντεάκι που ανέβασαν όσο παρίσταναν πως διασκέδαζαν. Να ανταλλάξουν κουβέντες, να μην ανησυχούν για την απουσία τους απ’ τη sosial media ζωή τους αλλά να ‘ναι παρόντες στην αληθινή τους. Να δώσουμε στα ζευγάρια την ευκαιρία να θυμηθούν πώς είναι να χαζεύουν μάτια κι όχι οθόνες. Στους φίλους το κίνητρο να κερδίσουν πίσω το δικό τους δέσιμο, τη βαθιά τους επικοινωνία. Ας απομακρυνθούμε απ’ τον εθισμό κι ας αφιερώσουμε ποιοτικό χρόνο στον εαυτό μας και στους σημαντικούς μας άλλους.

Κι εσύ που έζησες σε μια άλλη εποχή –ή αρνείσαι να ζήσεις σ’ αυτή–, μένεις να αναρωτιέσαι αν αυτός ο άνθρωπος που βγήκε σήμερα και δεν ξεκόλλησε απ’ το κινητό του απόλαυσε την έξοδό του. Ακόμα κι αν αποδέχεσαι πως η τεχνολογία έχει διεισδύσει στη ζωή μας για τα καλά, αδυνατείς να πιστέψεις το βαθμό στον οποίο επηρέασε τις σκέψεις και τις αντιδράσεις μας. Ωστόσο μια ματιά γύρω σου σε πείθει. Η ραγδαία της εξέλιξη έχει προσβάλλει τις καθημερινότητες της πλειοψηφίας, σαν επιδημία. Όποιος νοσεί, παραμένει αιχμάλωτος μιας συσκευής. Κι έτσι λίγο-λίγο ξεχνά τη σημασία των απλών καθημερινών χαρών∙ μιας βόλτας, μιας συζήτησης, της αλληλεπίδρασης με τον κόσμο.

Εσύ, ο ξεροκέφαλος, εξακολουθείς να ονειρεύεσαι παλιούς καιρούς και να θεωρείς κριτήριο για την έξοδό σου την απουσία Wi-Fi, ιδανικά και κινητών. Λίγη απομόνωση απ’ τον εικονικό κόσμο ίσως να μας ενώσει τον πραγματικό. Μπας κι απελευθερωθούμε απ’ τα like και τις ανασφάλειές μας…

Συντάκτης: Μαίρη Νταουξή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη