Πάντα με εντυπωσίαζε η πιθανότητα του «για πάντα». Ίσως μου χάριζε αυτή η ελπίδα τη δυνατότητα να ονειρεύομαι. Το «για πάντα» ενός έρωτα το έκαψα σχετικά γρήγορα μέσα μου, αλλά πίστευα πως μια φιλία πραγματική μπορεί να σταθεί στο πέρασμα των χρόνων αλώβητη.

Εκείνη η φιλιά που μεγαλώνει μαζί σου, κάνει τα λάθη σου, σε κατακρίνει, αλλά και σε επιβραβεύει όταν πρέπει. Και πιστεύεις πως αυτές οι φίλιες έχουν γεννηθεί για να ναι ταγμένες στο «για πάντα», αλλά μήπως τελικά η αιωνιότητα των σχέσεων είναι μια φήμη που έπλασαν αυτοί που θέλουν ακόμα να ονειρεύονται;

Παιδάκια ακόμα όταν ήμασταν, σε εκείνες τις γεμάτες από φωνές αίθουσες, διαλέξαμε τον κολλητό μας. Γιατί μας τράβηξε κάτι πάνω του που δεν το είχε κανένα άλλο παιδάκι. Μας θύμιζε εμάς στα παιχνίδια που διάλεγε. Και στο πέρασμα των χρόνων μεγαλώσαμε μαζί. Παρέα καθίσαμε ώρες ατέλειωτες στο πάρκο της γειτονιάς να μιλάγαμε ακατάπαυστα για τον εφηβικό μας έρωτα. Μαζί τους κλάψαμε την πρώτη φορά που πληγωθήκανε και κλάψανε κι αυτοί μαζί μας στις δικές μας απογοητεύσεις.

Τα βράδια μιλούσαμε ασταμάτητα για όλα εκείνα τα όνειρα που έπεφταν το ένα μετά το άλλο, τα μεγάλα εκείνα σχέδια για τη ζωή που μας περίμενε στο χάος. Και λίγο πριν το τελευταίο σκαλί της ενηλικίωσης, δέσαμε για πάντα τη φιλία μας με έναν όρκο κι ένα ίδιο σημάδι χτυπημένο πάνω μας με μελάνι. «Δε θα αλλάξει τίποτα ποτέ ανάμεσά μας».

Κι ύστερα ήρθε η ζωή. Έτσι δε γίνεται; Έτσι δεν αλλάζουν οι άνθρωποι; Κι αυτοί οι τίτλοι με τα χρόνια κατέβηκαν απ’ τη φανταχτερή μαρκίζα που είχαν μέσα στην καρδιά μας. Τα «αδέρφια» έγιναν φίλοι, οι «φίλοι» γνωστοί και μετά σε μια απλή αναφορά στο όνομά τους ανάμεσα σε μια παρέα που είχαμε να δούμε καιρό, λέμε με μελαγχολία πως ναι, τους ξέραμε κάποτε, μα χαθήκαμε με τον καιρό.

Δε φταίει η ζωή που άλλους τους αγκάλιασε κι άλλους τους έστησε στον τοίχο. Που ανάμεσα σε δυοψυχές, μπήκαν άλλες προτεραιότητες. Εκείνη η σχέση που λένε πως τους άλλαξε. Εκείνη η δουλειά που δεν άφηνε χρόνο να τρέξουμε όπως παλιά κοντά τους. Εκείνοι που ήρθαν ξαφνικά στις ζωές τους και δεν έφυγαν. Κι η φθορά με τον καιρό ήταν εκεί.

Τα ενδιαφέροντα έγιναν όλο και πιο μακρινά με μαζεμένες δικαιολογίες κάθε φορά. Εκείνες οι μικρές ιεροτελεστίες που κάποτε δυο φίλοι έζησαν κι έχτισαν δεν ανήκουν πια στο παρόν. Και μένει όλο εκείνο το νοιάξιμο, με εκείνο το όμορφο «Άσ’ τα αυτά τώρα, πες μου τα νέα σου». Στη μέση μιας καφετέριας μέσα στη βαβούρα του κόσμου που γελά δυνατά γύρω σου. Γιατί οι επισκέψεις στα σπίτια δεν είναι το ίδιο εύκολες όσο παλιά. Δεν είμαστε μαζί τους στην πίσω γειτονιά. Δεν είναι η πρώτη σκέψη που κάνουμε, μα ποτέ δεν έφυγαν απ’ την καρδιά μας.

Και μ’ αυτές τις τυχαίες συναντήσεις σε σκόρπιες καφετέριες κι εκείνα τα τηλέφωνα που έμειναν σε κάτι γιορτές και γενέθλια –εκείνα που μας θυμίζουν πια μανιακά τα κινητά– σκεφτόμαστε πώς γίναμε έτσι. Πώς, αλήθεια, φτάσαμε ως εδώ. Πού είναι εκείνα τα παιδιά που έδεσαν τις ζωές τους με εκείνο το τατουάζ που θα κουβαλούν μέχρι τα βαθιά τους γεράματα. Χάθηκαν και ντύθηκαν ρουτινιασμένοι ενήλικες πίσω από κόσμιες συζητήσεις.

Και πονά αυτό. Κάποιες βραδιές που αναπολείς, πονά. Κι ίσως καλύτερα να έχουμε εκείνα τα παιδιά με όλους τους όρκους που έδωσαν το ένα στο άλλο, παρά μια στοιχειωμένη, παγωμένη, τυπική ανάμνηση.

Συντάκτης: Νάγια Νικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη