Κάπου σε κάποιο μπαρ σε κάποιο στενάκι της Δεκελείας μια παρέα γυναικών συζητάνε περί έρωτα, λίγο πιο κάτω ο Δημήτρης γράφει ένα τραγούδι για τον ίδιο ακριβώς λόγο, ενώ στο δίπλα διαμέρισμα η Ντίνα ζωγραφίζει τον πρώτο πίνακα μετά τον χωρισμό της. Ο Λάμπρος, απ’ την άλλη, από ό,τι ακούγεται «με την αγάπη μάλωσε» κι η κυρία Ελένη κοιτάει αποκόμματα ποιημάτων, που της είχε αφιερώσει μια σκονισμένη φιγούρα σε κάποια καταχωνιασμένη φωτογραφία που έχει από καιρό να δει το φως του ήλιου.

Χωρίς τον έρωτα, αλλά κυρίως χωρίς τον πόνο ενός έρωτα που τελειώνει, ο κόσμος δε θα ήταν ίδιος, ο Δημήτρης πολύ πιθανόν να μην ένιωθε ποτέ την ανάγκη να γράψει μουσική, η Ντίνα να μη ζωγράφιζε ποτέ εκείνον τον πίνακα, ο Λάμπρος να μην άκουγε ποτέ αυτό το τραγούδι κι η κυρία Ελένη να μη διάβαζε ποτέ εκείνο το ποίημα.

Ίσως και να μη διαφέρουμε πολύ εμείς οι δυο, ίσως να μας ενώνει κάτι πέρα από αυτό το κείμενο που διαβάζεις μέσα από μια αδιάφορη οθόνη. Ίσως και να ανταλλάξαμε ένα κοινό αντίο, μπορεί και να δακρύσαμε στον ήχο του ίδιου τραγουδιού κι άμα λάχει μπορεί και να κουβαλήσαμε κάποια στιγμή μέσα στην ψυχή μας τους ίδιους στίχους του Γιάννη Ρίτσου: «Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στο θάνατο. Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί. Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου».

Ούτε ο στίχος αυτός που τρέφει την ψυχή μας δε θα ήταν εκεί αν δεν υπήρχε ο χαμένος έρωτας. Και μαζί με αυτόν ίσως και να μην υπήρχαν αρκετοί, αν όχι όλοι, οι καλλιτέχνες που αγγίζουν τις ψυχές  των ανθρώπων ανά τους αιώνες.

Πολλά λέγονται για τον ερωτά, αμέτρητα όμως είναι όλα αυτά που έχουν γραφτεί, τραγουδιστεί, απεικονιστεί με λυγμούς για τον χωρισμό. Κι ενώ η ομορφιά μια σχέσης μπορεί να είναι μια καθαρή κι αστείρευτη πηγή έμπνευσης, τίποτα δεν είναι πιο κινητήριο για την τέχνη απ’ την καταρράκωση του έρωτα κι αυτό γιατί ο πόνος που υφίσταται το άτομο εκείνη τη στιγμή είναι τόσο αδιανόητος για τον ίδιο που στρέφεται σε οποιαδήποτε μορφή τέχνης για να εκτονώσει ή να μαλακώσει αυτό το συναίσθημα.

Έτσι κι εσύ έχεις στραφεί σε ετούτες εδώ τις γραμμές, να σου μιλήσουν για εκείνον τον έρωτα που ίσως μοιάζει με τον δικό σου, μήπως και μέσα από αυτές νιώσεις μια συμπαράσταση, μήπως και διαβάζοντάς τις νιώσεις για λίγο πως δεν είσαι μόνος, πως κάπου εκεί έξω κάποιος νιώθει αυτό που νιώθεις, βλέπει αυτό που βλέπεις κι αισθάνεται αυτό που αισθάνεσαι.

Κι ενώ εσύ τα λόγια σου τα χάνεις μπροστά σε αυτόν τον πόνο, άλλοι τα γράφουν τα κάνουν εικόνες, μελωδίες, μυρωδιές, γλυπτά στην άκρη ενός λιμανιού. Δεν είσαι μόνος, λοιπόν∙ στο διηγήθηκαν παραμύθια, στο τραγούδησαν μελωδίες, στο χάραξαν τρελοί σε τοίχους.

Το γράφω και εγώ μπας και με ακούσω: «Κανένας δεν πορεύεται μονάχος του στον έρωτα». Κανένας κι αυτό γιατί πάντα θα υπάρχουν οι τέχνες να σου θυμίζουν πως το ‘χουν νιώσει κι άλλοι. Όλοι θνητοί, γυμνοί και ξυπόλητοι είμαστε μπροστά σε έναν χωρισμό, όλοι γινόμαστε για λίγο και πάλι άνθρωποι μπροστά του και ξέρεις ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος να δημιουργεί και να δημιουργείται.

Κι ενώ ο χωρισμός θεωρείται ένα τέλος, παράλληλα όμως αποτελεί κι αφετηρία της ανθρώπινης δημιουργίας κι αναζήτησης. Και μέσα σε αυτήν την αφετηρία βρίσκεσαι κι εσύ, πίσω από ένα τραγούδι, πίσω από έναν στίχο, πίσω από ένα έργο τέχνης, είσαι εσύ και το αντίο σου.

Μην κρύβεσαι πια. Ήρθε η ώρα να φανείς.

Συντάκτης: Νάγια Νικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη