Σε ένα στενάκι κάπου χωμένο μέσα στην Καλογρέζα, αν ο θόρυβος απ’ τα αμάξια σταματήσει, θα ακούσεις κάποιες γνώριμες φωνές. Στον πρώτο όροφο η Ελένη με την Μαρία πίνουν τον καφέ της παρηγοριάς, συνοδευμένος, φυσικά, με διαφορά άλλα υποκοριστικά που ταιριάζουν σε ένα χωρισμό. «Στα έλεγα ή δε στα έλεγα; Ήταν μαλάκας, παιδάκι μου!».

Λίγο πιο δίπλα, η Ντίνα βάζει τρία γκολ στο Pro με την παρέα κι ουρλιάζει λες και βλέπει αγώνα Euro εν έτει 2004. Στον 5ο, απ’ την άλλη, η Νάντια είναι αποφασισμένη πως αυτό το καλοκαίρι θα τη βρει μέσα στη θάλασσα με ένα κοκτέιλ στο χέρι κι επειδή η θάλασσα πέφτει λίγο μακριά, φουσκώνει μια πισίνα –για μώρα– κι οργανώνει pool party Δευτέρα μεσημέρι. Η Δήμητρα χάνει για άλλη μια φόρα στο τάβλι κι αναρωτιέται αν φταίει η τύχη της η μαύρη ή η Παναγιώτα έχει πειράξει τα ζάρια.

Όλοι έχουμε πολλές ιστορίες να πούμε για έρωτες που τέλειωσαν ή και για έρωτες που τώρα αρχίζουν, μα πόσο λίγες μοιάζουν άραγε μπροστά στις ιστορίες αυτές που ξεκίνησαν ένα μεσημεράκι καθημερινής με φίλους; Και πόσες φορές τα «έλα να αράξουμε στο μπαλκόνι» κατέληξαν στις πιο αξέχαστες μέρες της ζωής σου;

Στιγμές είναι όλη μας η ζωή, εξάλλου. Η ποιότητα των στιγμών καθορίζει την ευτυχία ή την δυστυχία ενός ανθρώπου. Όσο πιο πολλές ευτυχισμένες στιγμές τόσο πιο γεμάτη κι ευχάριστη καθημερινότητα και εν τέλει ζωή. Κουβέντες ατέλειωτες, χαζά παιχνίδια που επινοήσατε για να περάσει η ώρα, εκείνη η τούμπα που έχει μόνο εσάς μάρτυρες για να τη μεταφέρετε από στόμα σε στόμα για χρόνια κι οι αποτυχημένες μαγειρικές προσπάθειες, που κατέληξαν σε παραγγελίες απ’ το πλέον γνωστό σε εσάς γυράδικο της γειτονιάς.

Όλα αυτά και πολλά ακόμα για να γεμίσουν το καλάθι με τις στιγμές σου, για να γεμίσουν την ευτυχία σου. Κι όταν ακόμα αυτές οι στιγμές δε φτάνουν για να γεμίσεις το καλάθι σου κι η ζωή σε παίρνει λίγο από κάτω, έχεις πάντα εκείνον τον καφέ στο γνωστό μπαλκόνι να σε περιμένει.

«Μου λείπει», είπε η Μαρία στην Ελένη όσο μπαίνανε σπίτι. Δεν είπε κάτι, απλώς την αγκάλιασε και μετά από κάποια λεπτά σιωπής της είπε: «Δεν πειράζει, μαζί θα το περάσουμε». Βάζει το ποτήρι με τον καφέ στο χέρι της και με ένα καθησυχαστικό ύφος τη σπρώχνει ελαφριά προς τα έξω. «Έλα, μας περιμένει το μπαλκόνι μας».

Η Katherine Mansfield, Νεοζηλανδή συγγραφέας, είχε πει: «Πάντα ένιωθα ότι το μεγάλο προνόμιο, ανακούφιση και παρηγοριά της φιλίας είναι ότι δε χρειάζεται να εξηγήσεις τίποτα».

Δεν ξέρω, εγώ πάντως αυτήν τη στιγμή θα την κράταγα γερά, ίσως και να την κατονόμαζα «ευτυχία», ίσως κι όχι, σίγουρα όμως δε θα την ξεχνούσα. Θα την έβαζα σε εκείνο το κουτάκι στο μυαλό μου που έχει τα μεσημέρια μας, αυτά τα μεσημέρια που πέρασαν γρήγορα, αλλά έμειναν κάπου μέσα μας για να μας γεμίζουν ευτυχία.

Η ώρα πήγε τρεις, όμως και έχω μια πισίνα να φουσκώσω κι αν αργήσω κι άλλο δε θα βρω ούτε μισή καμένη πατάτα. Εσύ, ακόμα εδώ είσαι;

Συντάκτης: Νάγια Νικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη