

Μες στη σιωπή των δρόμων οι ψυχές παλεύουν,
φυγή ζητούν απ’ της ζωής το σπαθί.
Τα βήματά τους σε δίνες πλανεύουν,
μα η ελπίδα κρατά μια αόρατη κλωστή.
Αν αυτή τη φυγή την καρδιά οδηγήσει,
ίσως βρούμε τη γη που μας έχει ξεχάσει.
Εκεί που η ζωή μπορεί ν’ ανθίσει,
και τ’ όνειρο ξανά να μας αγκαλιάσει.
Μπροστά στο κενό, οι φρουροί στέκουν σιωπηλοί,
μάτια παγωμένα, καρδιές χωρίς αίμα.
Τ’ άστρα τους βλέπουν και δακρύζουν μαζί,
μα ο κόσμος αδιάφορος μένει στο ψέμα.
Μα ίσως μια φωνή να ραγίσει το κρύο,
μια σπίθα να σβήσει το αδυσώπητο θάνατο.
Κι οι φρουροί θα γίνουν γέφυρες στο αντίο,
για να βρούμε μαζί έναν δρόμο άβατο.