Έδενα τις στιγμές

τις έκανα όνειρα καθώς περίμενα.

Οι κλωστές που ήταν γύρω τους τυλιγμένες,

έσπαγαν,

κάθε φορά που λύγιζα

κάθε φορά που μάτωνε το μέσα μου.

Τα όνειρα ύστερα έφευγαν,

έπαιρναν μαζί τους και την ανάμνηση των στιγμών που έδιναν χρώμα.

Στις σκιές που επισκίαζαν τον νου μου, τότε,

θέλησα να τις δέσω κόμπο

ώστε την επόμενη φορά που θα πέσω να μη σπάσουν.

Ώστε την επόμενη φορά που θα λυγίσω

να μείνουν εκεί, σταθερές.

Δένονται τα συναισθήματα με κόμπους, όμως;

Αν δε ματώσει η καρδιά,

αν δε συρθεί το χώμα,

να το ποτίσει με τις σταγόνες της

πώς θα αναγεννηθεί το μέσα σου;

Μόνο έτσι ζουν οι στιγμές,

αν αφεθούν να γίνουν όνειρο

κι εσύ τα μάτια να κλείσεις,

πετώντας πια μαζί τους.

Ελεύθερα.

Συντάκτης: Γεώργιος Σιλιβάκος