Η νύχτα ψιθυρίζει μυστικά
σε αυτούς που μένουν ξύπνιοι.
Τα μάτια τους βαριά,
μα το μυαλό τους τρέχει.

Στο σκοτάδι,
οι σκέψεις γίνονται θάλασσα.
Κι αυτοί, ναυαγοί
σε νερά δίχως τέλος.

Αυτοί που ξενυχτούν
είναι φύλακες του κόσμου,
παρατηρούν το χάος
ενώ όλοι κοιμούνται.

Μετρώντας τους χτύπους της καρδιάς,
αναζητούν μια σπίθα,
κάτι να φωτίσει
την άβυσσο μέσα τους.

Η νύχτα γεμίζει σκιές
στο ταβάνι των ξάγρυπνων.
Κάθε σκιά,
μια σκέψη που πονά.

Δεν κοιμούνται,
όχι από επιλογή.
Απλά, ο πόνος
είναι πιο δυνατός από την κούραση.

Η νύχτα πέφτει βαριά
πάνω σε εκείνους που αντέχουν.
Το σκοτάδι δεν είναι καταφύγιο,
μα ακόμα κι έτσι το υπομένουν.

Κι αυτοί,
μικρές φλόγες που τρεμοπαίζουν,
παλεύουν να μη σβήσουν
μέχρι το πρώτο φως.

Όταν οι άλλοι κοιμούνται,
εκείνοι χορεύουν
με σκέψεις βαριές,
με ενοχές και φόβους.

Κάθε βήμα τους
μια κραυγή στη σιωπή,
μια προσπάθεια
να αντέξουν μέχρι το πρωί.

Οι ξάγρυπνοι ακούνε
κάθε χτύπο του ρολογιού.
Κάθε δευτερόλεπτο,
μια πληγή που ανοίγει.

Δε μετρούν τον χρόνο,
απλά περιμένουν.
Και η αναμονή
είναι το πιο μεγάλο μαρτύριο.

Στην καρδιά της νύχτας,
όλα γίνονται πιο άγρια.
Τα αστέρια κοιτούν,
μα δεν μπορούν να μιλήσουν.

Οι ξενύχτηδες είναι μόνο οι ορατοί,
σκιές μέσα στη νύχτα.
Παλεύουν με δαίμονες
που οι άλλοι δε βλέπουν.

Και το φως της μέρας
τους βρίσκει κουρασμένους,
μα έτοιμους να ξαναπαλέψουν
άλλη μια νύχτα.

Συντάκτης: Στάθης Αναστασίου