Αλήθεια, όμως, τώρα, θυμάσαι; Θέλω να ξέρω. Και δικαιούμαι να ξέρω. Τι σου έμεινε εσένα από όλο αυτό; Τίποτα αναμνήσεις νερόβραστες, συνοδευμένες με χαμόγελο μισό κι εκφράσεις τύπου «Χάρηκα που σε είδα», «Καλά να περνάς», «Σ’αγαπώ»;

Άκου «σ’ αγαπώ»! Το σκέφτομαι και τρελαίνομαι. Που έχεις την αναίδεια να χρησιμοποιείς λέξεις που δεν ξέρεις πόσο πόνεσαν για να τις γράψουν, πόσο έκλαψαν για να τις φτιάξουν, πόσα έχασαν για να μας τις διδάξουν. Ποιοι; Οι εραστές περασμένων αιώνων, εραστές άλλων εποχών, που λέξεις σαν την αγάπη νήστευαν πριν τις πουν, τις πίστευαν πριν τις ξεστομίσουν και που καταλάβαιναν την ιερότητά τους.

Σήμερα, μπαλαντέρ έγινε το «σ’αγαπώ», το χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε όποιο συναίσθημα δεν έχουμε τα κότσια να δούμε στα μάτια και να το αποκωδικοποιήσουμε. Το «σ’ αγαπώ» παλιά, δε συνοδευόταν απ’ το «αλλά». Μια τελεία έμπαινε στο τέλος και του έρωτα το βέλος έπιανε δουλειά.  Άκου «σ’αγαπώ»! Αν είναι ποτέ δυνατόν.

Πίσω στο θέμα μας, όμως. Δε μου απάντησες. Θυμάσαι; Μην αγχώνεσαι, δεν έχω την απαίτηση να θυμάσαι τα μικρά, τις λεπτομέρειες, τα δειλινά, τα βλέμματα τα κλεφτά, τα βράδια τα καυτά, τα πρωινά στη σιωπή που σε είχα αγκαλιά σφιχτά, λες κι ο κόσμος θα έφτανε στο τέλος του και θα σε έπαιρναν μακριά.  Αυτά άσ’ τα σε ‘μένα.

Τα άλλα με ενδιαφέρει να μάθω αν θυμάσαι. Τα μεγάλα, τα σημαντικά. Το πώς σε έσπρωξα για τα όνειρά σου, λες κι ήταν δικά μου. Που σε αγάπησα απρόσεκτα, που τα είπα όλα αλόγιστα, που έδωσα αυτά που δεν είχα ακόμα κι όταν έφυγες. Δεν κατέληξα απλώς στο μηδέν, βρέθηκα να χρωστάω κιόλας. Που όταν έλεγα «πάντα», μου φαινόταν πολύ μικρό για να χωρέσει αυτό που ένιωθα για ‘σένα. Λες και περιέγραφα το σύμπαν ως μεγαλούτσικο. Αν είναι ποτέ δυνατόν. Που με άφηνες να μιλάω για ένα μέλλον με ‘σένα σε ρόλο πρωταγωνιστικό, ενώ εσύ ήξερες ότι ήσουν φιλική συμμετοχή. Τα θυμάσαι;

Μπαίνεις στη διαδικασία; Γιατί εμένα η μέρα μου ένα ναρκοπέδιο με αναμνήσεις είναι. Αν αλλάξω το τραγούδι του Λαυρέντη στο ράδιο, η συμφορά θα με βρει απ’ τη μυρωδιά του γιασεμιού στην πλατεία. Εκεί που περνούσαμε τα απογεύματά μας μιλώντας για τη μέρα μας, για τις μέρες που θα μας έβρισκαν μαζί. Αν αποφύγω το σοκάκι που σε φίλησα πρώτη φορά, θα τύχει να μιλήσω με ένα φίλο που θα σε αναφέρει, που θα ρωτήσει αν μιλάμε ακόμα, που θα ρωτήσει αν είσαι καλά.

Και μη νομίζεις πως όλο αυτό αλλάζει όταν ο ήλιος πάει για μπάνιο και το σκοτάδι πλημμυρίσει τον ουρανό. Εκεί που οι δραστηριότητες της ημέρας δεν μπορούν να μου αποσπάσουν πλέον την προσοχή, κουμάντο ξεκινά να κάνει η σιωπή. Στη σιωπή τρέφονται οι αναμνήσεις κι εγώ θυμάμαι πόσο γυμνός ένιωθα μπροστά σου την ώρα που μου ανακοίνωσες τα μαντάτα.

Η καρδιά δε χτυπούσε, έτρεμε. Το μυαλό μου κόλλησε, οι προτάσεις μου μισές, η μια σκέψη να διακόπτει την άλλη, το κλάμα να εμποδίζει την αναπνοή και να προσπαθώ να μείνω ψύχραιμος στο πρόσωπο της καταστροφής. Όλος ο κόσμος μου να καταρρέει κι εγώ να παλεύω να συζητήσω, να κρατηθώ, να διασώσω μια σταγόνα αυτοσεβασμού, έστω και στο φινάλε.

Εσύ ψυχρή, αδιάλλακτη, μηχανική. Λες κι αυτή τη σκηνή την έπαιξες στο μυαλό σου φορές πολλές. Φορές αμέτρητες κι ήσουν προετοιμασμένη, έτοιμη για τη μεγάλη φυγή. Όταν άνοιξες την πόρτα για να φύγεις και δεν είπες τίποτα, ο χρόνος σταμάτησε. Ακόμα με θυμάμαι παρκαρισμένο κάτω απ’ το σπίτι σου, να αναρωτιέμαι πώς έγιναν όλα τόσο γρήγορα, πώς ένα έρωτας που χτίστηκε με τόση υπομονή, μεγάλες αποφάσεις και θαλπωρή, τέλειωσε τόσο άδοξα.

Έτσι τελειώνουν οι μεγάλοι έρωτες; Χωρίς να ‘ξηγηθούν, χωρίς να δικαιολογηθούν; Ανοίγουν την πόρτα και κατεβαίνουν γιατί κουράστηκαν πια να προσπαθούν;

Πικραμένος είναι αυτός, θα σκέφτεσαι, και πληγωμένος.  Μη γελιέσαι. Καλά είμαι, απλά απογοητευμένος.   Κι η απογοήτευση, να ξέρεις, είναι σαν άρωμα καλό, από αυτά που, όσο και να πλένεσαι, δε φεύγουν, μένουν καιρό.

Τελικά, δεν είπες, θυμάσαι;

 

Συντάκτης: Αντώνης Καζούλης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη