«Κι ήθελε ακόμη. Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ, δεν παραδέχτηκα την ήττα.»

Αρνήθηκε τον τίτλο που του έδωσαν για πολιτικό «ποιητή της ήττας». Θεωρούσε ότι ο λόγος του εξέφραζε την αγωνία και τα πολιτικά πάθη της εποχής μέσα όμως από μια ερωτική κατάσταση.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 10 Μαρτίου 1925. Σπούδασε Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη. Έλληνας ποιητής της πρώτης, μεταπολεμικής γενιάς με έντονη, πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα, για την οποία φυλακίστηκε το 1948. Τον επόμενο χρόνο καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο, αλλά απελευθερώθηκε με τη γενική αμνηστία το 1951.

Η ποίηση του Αναγνωστάκη είναι τέτοια που αποδίδει με ιδιαίτερα κοινωνικό τρόπο την ατμόσφαιρα της κατοχής και της περιόδου που ακολούθησε το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν κι οι στίχοι του μεταφέρουν το κοινωνικό αίσθημα της εποχής που γράφτηκαν, μπορούν και σήμερα να περιγράψουν τη σύγχρονη κατάσταση, επιβεβαιώνοντας ότι η ιστορία ξαναγράφεται με την ίδια μελάνη, καθιστώντας μας αμαθείς μες το χρόνο.

«..Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας

Mέσα στη μέθη του παιχνιδιού σάς δώσαμε και τις γυναίκες μας

Tα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε

Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα.

Nύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά απ’ το φως της ημέρας..

…χάναμε χάναμε ολοένα

Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιος θα μας δεχτεί;

Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας

Kλέφτες!

Στα ψέματα παίζαμε!»

Σε συνέντευξή του αναφέρει «( … ) Η ιστορία πλαστογραφήθηκε, εξευτελίστηκε, παραποιήθηκε. Το θέμα είναι να μην ξαναγράψουμε μια ιστορία πάλι με αποσιωπήσεις, εν ονόματι σκοπιμοτήτων δικών μας αυτήν τη φορά. Αυτό μας ρίχνει σε έναν φαύλο κύκλο λειψής ενημέρωσης και κακής πληροφόρησης των νεότερων γενιών».

Ο ίδιος επιλέγει τη σιωπή κι ας είναι απουσία λόγου. Όταν η λέξη «σιωπή», γράφεται σε ένα ποίημα γίνεται λόγος, γραπτός λόγος που δηλώνει βούληση σε μια πράξη αποχής. Κι έτσι η πράξη κι η σιωπή γίνονται εξίσου δυναμικές μορφές έκφρασης.

«Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δε θα ξαναγράψω», είχε αναφέρει, «γιατί το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή. Η ποίηση είναι έργο της νεότητας. Χρειάζεται ενθουσιασμό, αυταπάτες, ψευδαισθήσεις. Αυτά τα έχουν οι νέοι. Όσο μεγαλώνεις, κατέχεις καλύτερα τα μέσα σου. Γίνεσαι τεχνίτης, αλλά ένα ποίημα δε χρειάζεται να είναι τέλειο για να είναι καλό».

Κι εμείς δεν τον ακούσαμε και γίναμε οι νεότερες γενιές με τη λειψή, κακή ενημέρωση. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά αφήσαμε να μας αλλοιώσουν και τελικά συμβιβαστήκαμε στη σιωπή, προσαρμοστήκαμε μήπως ξεβολευτούμε.

Η ποίησή του δεν είναι απαισιόδοξη, αλλά ιδεολογική κι υπαρξιακή. Το περιεχόμενο του έργου του βασίζεται στο συναίσθημα της αθωότητας, που χάνεται απότομα λόγω των πολιτικών αλλαγών που είναι καταπιεστικές για το λαό. Βασίζεται στην ανάγκη να ανακαλύψει τον άνθρωπο με το αληθινό του πρόσωπο πριν βάλει τη μάσκα της προσαρμογής στα νέα δεδομένα. 

«Φοβάμαι τους ανθρώπους, που με καταλερωμένη τη φωλιά, πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.» 

Αυτοί είναι οι λόγοι που χαρακτηρίζουν τα έργα του ερωτικά και πολιτικά μαζί. Γιατί αναφέρεται στη φθορά του ανθρώπου, την αλλοίωση της ερωτικής επιθυμίας, την αβεβαιότητα, την απελπισία, την αποξένωση, τη μαζική έκφραση της συνείδησης που καλουπώνεται μέσα σε ιδεολογικούς αγώνες.

Πρώτη λογοτεχνική εμφάνιση έκανε το 1942 μέσα απ’ το περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα». Ακολούθως, ως αρχισυντάκτης, συνεργάστηκε με το φοιτητικό περιοδικό «Ξεκίνημα» και το 1945 εξέδωσε με δικά του έξοδα την πρώτη ποιητική συλλογή με τίτλο «Εποχές».

Εξέδωσε επίσης, το περιοδικό «Κριτική» (1959-1961), ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των «Δεκαοκτώ κειμένων» (1970), των «Νέων Κειμένων» και του περιοδικού «Η Συνέχεια» (1973).

Το 1979 κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος 88 ποιημάτων του, που γράφτηκαν από το 1941 έως το 1971 και για τα οποία του απονεμήθηκε το Α΄ Βραβείο ποίησης (1986), το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας απ’ τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία (2002) και αναγορεύτηκε Επίτιμος Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά, ενώ μελοποιήθηκαν από συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Μιχάλης Γρηγορίου, ο Γιάννης Μαρκόπουλος κι ο Δημήτρης Παπαδημητρίου.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης έφυγε απ’ τη ζωή στις 23 Ιουνίου του 2005 στην Αθήνα.

Η ποίησή του επηρέασε πολλούς απ’ τους ποιητές της γενιάς του και μπόλιασε κάθε νεότερη γενιά που ακολούθησε. Η ανησυχία για τη φθορά του έρωτα δεν είναι προτέρημα των ποιητών, αλλά του κάθε ανθρώπου. Κι όσο υπάρχει ο έρωτας κι η αναζήτησή του, ακόμη θα επηρεαζόμαστε απ’ το έργο του.

«Θα ’ρθει μια μέρα που δε θα ’χουμε πια τί να πούμε. Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια. Η σιωπή μου θα λέει: Πόσο είσαι όμορφη, μα δε βρίσκω άλλο τρόπο να σ’ το πω. Θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να πούμε πως κι εμείς ταξιδέψαμε.

Ο κόσμος ψάχνει σ’ όλη του τη ζωή να βρει τουλάχιστο τον έρωτα, μα δε βρίσκει τίποτα. Σκέφτομαι συχνά πως η ζωή μας είναι τόσο μικρή που δεν αξίζει καν να την αρχίσει κανείς. Απ’ την Αθήνα θα πάω στο Μοντεβίδεο ίσως και στη Σαγκάη· είναι κάτι κι αυτό δεν μπορείς να το αμφισβητήσεις.

Καπνίσαμε -θυμήσου- ατέλειωτα τσιγάρα συζητώντας ένα βράδυ -Ξεχνώ πάνω σε τι- κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο μα τόσο ενδιαφέρον.

Μια μέρα, ας ήτανε, να φύγω μακριά σου αλλά κι εκεί θα ’ρθεις και θα με ζητήσεις. Δεν μπορεί, Θε μου, να φύγει κανείς ποτέ μοναχός του» (απ’ την ποιητική συλλογή «Εποχές», 1945).

 

Επιμέλεια κειμένου Μαρίας Παναγιώτου: Νάννου Αναστασία.

Συντάκτης: Μαρία Παναγιώτου