Ο άνθρωπος έχει φτιαχτεί για να εξελίσσεται. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θέλω να πιστεύω ότι η πλειοψηφία των ανθρωποειδών πάνω στον πλανήτη έχει στόχους –μικρούς ή μεγάλους δεν έχει σημασία– και προσπαθεί να τους κατακτήσει. Μερικές φορές οι στόχοι μπορεί να είναι πρακτικοί, άλλες περισσότερο διανοητικοί, άλλες φορές κι οι δυο κατηγορίες. Πιστεύω ότι δεν υπάρχει κάτι περισσότερο νομοτελειακό στην ύπαρξή μας από το να προσπαθούμε να εξελιχθούμε. Ακόμη κι όταν δεν το κάνουμε συνειδητά ή δεν το έχουμε θέσει ως πλάνο, πάλι η ψυχή μας θα μας καλέσει να το κάνουμε.

Όταν νιώθουμε ότι έχουμε «βαλτώσει» κι ότι δεν εξελισσόμαστε, τις περισσότερες φορές είναι μια ένδειξη ότι κάτι πρέπει να αλλάξουμε, κάπως πρέπει να προσαρμοστούμε για να ξαναβρούμε αυτή τη ροή. Είναι σαν ένα ποτάμι που έχει σκαλώσει σε έναν τοίχο από βράχια και σχηματίζει μια βαλτώδη λίμνη. Κάποιες φορές η ροή θα ξεφύγει και θα σχηματίσει ένα νέο, πιο ορμητικό ρεύμα και κάποιες φορές απλώς θα μείνει εκεί, μέχρι το νερό να βρομίσει και να χάσει όλες του τις ποιότητες.

Όμως, παρ όλη αυτή τη νομοτέλεια, πολλές φορές οι άνθρωποι μένουμε στο βάλτο. Μπαίνουμε σε σχέσεις με τις καλύτερες προοπτικές κι ανακαλύπτουμε ότι είτε εμείς είτε η άλλη πλευρά σταματάει να εξελίσσεται, βαλτώνει, γίνεται μια πηγή τοξική και στάσιμη. Και στεκόμαστε μουδιασμένοι μπροστά σε όλο αυτό, ανίκανοι να προσδιορίσουμε τα γιατί και τα πώς με μια μεγάλη δόση αμφιθυμίας.

Από τη μια καταλαβαίνουμε την κατάσταση του άλλου να μη θέλει να προχωρήσει, να έχει το αναφαίρετο δικαίωμα της σκλαβιάς του κι από την άλλη νιώθουμε προδομένοι γιατί αλλιώς γνωρίσαμε αυτόν τον άνθρωπο κι αλλιώς τελικά είναι ή έγινε.

Μερικές φορές, το να ξεκολλήσει η άλλη πλευρά είναι κάτι σχετικά εύκολο, είναι μια συζήτηση, ένα έναυσμα, μια αφορμή, λίγη ώθηση, λίγη θετική ενθάρρυνση. Η θετική διάδραση, η κατανόησή μας απέναντι σε αυτό, η διαβεβαίωση ότι είμαστε δίπλα τους, ίσως να είναι αρκετό για να ξαναρχίσει αυτή η φρέσκια ροή. Ίσως, ήταν περιστασιακό, ίσως κάποιες συνθήκες να αποτελούσαν τροχοπέδη κι οι φόβοι να πολλαπλασιάστηκαν και να πανικοβλήθηκε και να μην ήξερε το πώς.

Όμως, υπάρχουν κι οι φορές, που ό,τι και να κάνουμε, η κατάσταση δε φαίνεται να αλλάζει. Η άλλη πλευρά εξακολουθεί να παραμένει βαλτωμένη και να χειροτερεύει μέρα με τη μέρα. Όλες μας οι προσπάθειες πέφτουν στο κενό κι ό,τι και να κάνουμε φαίνεται να μην έχει κανέναν αντίκτυπο. Βλέπουμε μπροστά μας να εκτυλίσσεται μια κακόγουστη ταινία γ’ διαλογής, όπου εμείς ξαφνικά μεταμορφωνόμαστε στους «κακούς» της υπόθεσης που δεν έχουμε κατανόηση, που είμαστε πιεστικοί, συγκεντρωτικοί, αυταρχικοί και στην τελική αναίσθητοι.

Η ανάγκη του άλλου να προστατεύσει την ομοιόστασή του γίνεται σκοπός ζωής κι η δική μας ανάγκη να την ταρακουνήσουμε, γίνεται ο δικός μας σκοπός. Η σχέση μεταμορφώνεται σε μια παντελώς ανισότιμη συνθήκη όπου και τα δυο μέρη καταπιέζουν και καταπιέζονται. Υπάρχει ένας εκμεταλλευτής κι ένας εκμεταλλεύσιμος και οι ρόλοι εναλλάσσονται. Ένας φαύλος κύκλος που μας ρουφάει και μας φτύνει στην άλλη πλευρά μεταμορφωμένους σε κάτι που δε θέλαμε, είτε είμαστε η μια είτε η άλλη πλευρά. Είναι ένας αγώνας που δεν έχει νικητές, μόνο χαμένους.

Η αμετακίνητη στάση του άλλου να μην εξελίσσεται πέραν των φοβικών του διαστάσεων, έχει και πολλές υπαρξιακές. Μια μαθημένη απελπισία όπου έχει εσωτερικευτεί η συλλογιστική του ό,τι και να κάνουμε, όσο και να προσπαθήσουμε, τίποτα δε φαίνεται να αλλάζει. Οπότε παραιτούμαστε της ίδιας μας της εξέλιξης.

Άλλες φορές, έχει πολύ πιο πεζούς λόγους. Όπως το γνωστό «έδεσα τον γάιδαρό μου» οπότε αράζω. Κοινότυπο μεν, αληθές δε. Υπάρχει κι αυτή η κατηγορία που βασίζει την εξέλιξή του μόνο και μόνο στην αποδοχή των άλλων κι όταν τη λάβει τότε παύει να έχει ενδιαφέρον να τη συνεχίσει. Είναι σαν να προσπαθεί για κάτι «με σκοπό να» κι όταν αυτό κατακτάται, τότε επαναπαύεται.

Αν θα υπάρξει κινητοποίηση ή όχι, εξαρτάται κι από τις δυο πλευρές αλλά κυρίως από εκείνον που είναι στάσιμος. Έχουμε πει πολλές φορές ότι οι άνθρωποι συνειδητά επιλέγουμε τη βόλεψη και τη στασιμότητα. Μας εξυπηρετεί αυτή η απουσία ευθύνης, μας κρατάει όμορφα μουδιασμένους και μακάριους στη μη-πράξη. Μπορεί να πιστεύουμε ότι δεν μπορούμε, δε μας αξίζει, φοβόμαστε την ίδια μας την επιτυχία. Άλλες φορές απλώς δε θέλουμε.

Όπως και να έχει όμως, οφείλουμε να καταλάβουμε ότι αυτή μας η μη εξέλιξη όσο βολική ή φοβική να είναι για εμάς, για τον άλλο είναι απογοητευτική και κάποιες φορές αντιλαμβανόμενη ως προδοσία. Ως εκ τούτου, είναι άδικη εκατέρωθεν.

Η πορεία δυο ανθρώπων πρέπει λειτουργεί ως μια αμοιβαία εξελικτική διαδικασία όπου κι οι δυο πάνε ο ένας τον άλλο παραπέρα. Όταν ο ένας από τους δυο επιλέγει να σταματήσει,, για όποιους λόγους, ο άλλος οφείλει να προστατεύσει τον εαυτό του και τη δική του ανάγκη για εξέλιξη, όποια κι αν είναι αυτή.  Και μερικές φορές η σωστή απόφαση είναι κι η πιο δύσκολη.

Συντάκτης: Μαρία Αγοραστού
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη