Πού κρύβεται ο έρωτας που όλοι αναζητούμε; Ποιος τον φυλάκισε και δεν μπορούμε να τον βρούμε; Πού πήγε ο ρομαντισμός, τα ατέλειωτα ξενύχτα, τα κλάματα και τα τηλεφωνήματα μέσα στην άγρια νύχτα; Ίσως στη νιότη, την ατίθαση, την τυχοδιώκτρια. Ίσως σε λευκά τετράδια και βαριά βιβλία με ζωγραφιές στα περιθώρια των σελίδων. Σε αρχικά που γράφτηκαν σε κάποιο ξεχασμένο παγκάκι, εκεί που δόθηκαν τόσα πρώτα φιλιά και τόσες αποχαιρετιστήριες αγκαλιές.

Ο έρωτας, βλέπεις, ίσως να υπάρχει παντού γύρω μας κι εμείς απλώς να μην μπορούμε να τον δούμε. Ξέρει και καμουφλάρεται πίσω από όχι και τόσο αθώα βλέμματα που κρατούν μονάχα λίγες στιγμές και μετά αλλάζουν κατεύθυνση για να μην προδοθούν. Ο έρωτας βρίσκεται στα χαμόγελα, εκείνα που οι νέες καρδιές δεν έμαθαν ακόμα να συγκρατούν. Σε ραβασάκια και μηνύματα στα κινητά, που προστατεύονται από κωδικούς και ελπίδες.

Σπίτι ο έρωτας των νέων δε φαίνεται να έχει. Στα σπίτια τους ζουν υποχρεώσεις και μνήμες κάποιων άλλων, πιο αφελών χρόνων. Τα δωμάτιά τους είναι γεμάτα με παιδικά όνειρα και λευκά νανουρίσματα, τα σαλόνια τους φιλοξενούν γονείς που μαθαίνουν σιγά σιγά να λησμονούν εκείνη τη μακρινή ηλικία και να αποδέχονται με τους δικούς τους ρυθμούς την καινούρια εποχή, τη διαφορετική.

Κι έτσι, ο έρωτας εξορίζεται. Γιατί, αν μείνει κρυφός, φαντάζει πιο δυνατός, πιο άξιος, πιο πολύτιμος. Βρίσκει και πιάνεται από μοναχικούς περιπάτους στις ερημιές και στις ακροθαλασσιές κι από δειλινά σε θέες μέσα σε παλιά αυτοκίνητα που μυρίζουν τσιγάρο.

Κι όταν έχει ανάγκη την άνεση, ο έρωτας πείθει τα ρόδινα προσωπάκια που κατακτάει να μαζέψουν όλες τις οικονομίες τους και να τις εναποθέσουν σε κάποιο φθηνό ξενοδοχείο, σε κάποιο ζωηρό δωμάτιο, που έχει υπάρξει το σπίτι πολλών άτυχων ζευγαριών που δε βρήκαν ακόμα τη φωλιά τους στον μεγάλο αυτό κόσμο. Τους υπόσχεται πως θα τους βοηθήσει να ξεχάσουν το πού βρίσκονται και να ασχοληθούν μόνο με το ποιον έχουν δίπλα τους. Και πάντα την τηρεί αυτή του την υπόσχεση ο έρωτας. Γιατί, με αυτόν στο δωμάτιο, δεν υπάρχουν ούτε τείχη, ούτε όρια, ούτε ουρανός. Υπάρχουν μόνο μάτια και χείλια και αγγίγματα κι όλα αυτά φτάνουν και περισσεύουν.

Και φτάνει κάποτε η στιγμή που μοιάζει ο έρωτας σα να μην τον χωράει ο τόπος. Πρέπει να υπάρχει πάντα και παντού, λες και πρόκειται για ζήτημα ζωής και θανάτου. Και το αίμα των νέων, που βράζει πια για τα καλά, δε φέρνει καμία αντίρρηση στις επιθυμίες του διαφορετικού, του ρηξικέλευθου, του δυσεύρετου. Οι πιστοί του θαυμαστές τον ακολουθούν παντού, σε σπίτια φίλων, σε ερημιές, σε τουαλέτες και μαγαζιά, σε μέρη όπου κανονικά δε θα ‘πρεπε να βρίσκεται, μα συχνά υπάρχει. Γιατί εδώ μιλάμε για έναν έρωτα εξόριστο, ξενιτεμένο, περιπετειώδη και αυταρχικό, που ξέρει μόνο δυο λέξεις: το «εδώ» και το «τώρα».

Είναι εκείνη η σπίθα που γίνεται φλόγα σε δευτερόλεπτα, εκείνο το ταξίδι του οποίου την αρχή και το τέλος κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Είναι εκείνο το «σ’ αγαπώ» που δε χρειάζεται τη λογική για να ειπωθεί, που πνίγεται στο συναίσθημα και στην ειλικρίνεια και στον ενθουσιασμό.

Κι αν το καλοσκεφτείς, αυτά είναι τα συστατικά που κάνουν τον έρωτα νόστιμο, πικάντικο, ίσως κάπου κάπου και ιδανικό. Η ανεμελιά, η τρέλα και εκείνη η μοναδική, ακατανίκητη ανάγκη που τον διέπει. Θέλει θάρρος ο έρωτας για να ευδοκιμήσει, ίσως ακόμα και για να υπάρξει. Θέλει ανθρώπους ελεύθερους, ονειροπόλους, δημιουργικούς. Ανθρώπους που τον ζουν ακόμα κι αν φαινομενικά δεν μπορούν. Ανθρώπους που ξέρουν να βρίσκουν τον τρόπο να τον ποτίζουν και να τον φροντίζουν έως ότου αυτός τους ανταμείψει με τους γλυκούς καρπούς του.

Ίσως οι νέοι να έχουν βρει τη συνταγή κι ας μη τους φαίνεται όταν τους κοιτάς από μακριά. Μα, όλοι δεν υπήρξαμε κάποτε νέοι; Όλοι δεν ξέραμε κάποτε πώς να πιάνουμε τον έρωτα απ’ τα μαλλιά και να τον κάνουμε δικό μας; Γιατί το ξεχάσαμε; Πώς θα μπορούσαμε να το θυμηθούμε; Ίσως αν σταματούσαμε να προσπαθούμε κι απλώς το ζούσαμε.

Συντάκτης: Ελευθερία Αντωνοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου