Όλοι μας λίγο-πολύ έχουμε ζήσει μια επώδυνη κατάσταση. Έναν χωρισμό ας πούμε. Ο άνθρωπος που αγάπησες, μια ωραία πρωία αποφάσισε πως εσείς οι δυο δεν μπορείτε να είσαστε πλέον μαζί. Μια πραγματικότητα οδυνηρή, που όσο κι αν δε θέλεις είσαι υποχρεωμένος να βιώσεις. Κι όσο κι αν δε θέλεις, όσο κι αν σε πονάει αρχίζεις και προσαρμόζεσαι στα νέα σου δεδομένα. Λίγο που αλλάζει η καθημερινότητά σου, λίγο που η απώλεια γίνεται συνήθεια όσο κι αν σε πονάει προσπαθείς να μαζέψεις τα κομμάτια σου και να δεις τι μπορεί να γίνει από εδώ και πέρα. Όσο δύσκολο κι αν είναι. Υπάρχει όμως ένα μεγάλο «αλλά».

Η φαντασία σου καραδοκεί. Ξέρεις, εκείνη η ύπουλη λειτουργία του εγκεφάλου σου που άμα σε βρει συναισθηματικά ευάλωτο μπορεί να σε ρίξει στα πατώματα. Και ξέρει πολύ καλά πότε θα επιτεθεί. Θα χτυπήσει εκείνες τις βραδινές ώρες, εκεί προς το τέλος της ημέρας που θέλεις να πιεις ένα ποτήρι κρασί, να κάνεις ένα τελευταίο τσιγάρο πριν αφεθείς στη γαλήνη της νύχτας. Κι αρχίζεις και φαντάζεσαι εικόνες και σενάρια με εκείνον τον άνθρωπο που αγαπάς. Όχι που αγαπούσες. Που αγαπάς. Ακόμη. Γιατί αν τον αγαπούσες κάποτε και δεν τον αγαπάς πια δε θα σου έπαιζε αυτά τα παιχνίδια η φαντασία σου. Δε θα της το επέτρεπες.

Φαντάζεσαι όλες εκείνες τις στιγμές που ζήσατε μαζί. Τις όμορφες στιγμές που σας ένωσαν, που θα ορκιζόσουν πως για τις στιγμές αυτές βρεθήκατε στη ζωή αυτή και συναντηθήκατε. Δίπλα του όμως, δεν είσαι εσύ. Στο πλάι του είναι κάποιος άλλος. Μια απροσδιόριστη μορφή που έχει πάρει τη θέση σου στο πλευρό της αγάπης σου, που πηγαίνουν μαζί εκεί που πηγαίνατε μαζί, που παίρνει στην αγκαλιά του τον άνθρωπο εκείνο που αγκάλιαζες εσύ. Και αναρωτιέσαι. Θέλεις να ρωτήσεις, ψάχνεις κι εσύ να βρεις τις απαντήσεις σε εκείνη τη σφαίρα της φαντασίας που έχει εισβάλει στο ανοχύρωτο μυαλό σου.

Και η ώρα περνάει. Και το παιχνίδι που σου παίζει η οργιάζουσα φαντασία σου, αρχίζει και σκληραίνει. Αρχίζεις και φαντάζεσαι εικόνες του παρόντος. Τώρα που εσύ παίζεις παιχνίδια με το μυαλό σου, εκείνος ο άνθρωπος τι μπορεί να κάνει; Τώρα που η νύχτα έχει προχωρήσει για τα καλά. Πού να βρίσκεται, πού να κοιμάται; Σε κάποια άλλη αγκαλιά. Τους φαντάζεσαι μαζί. Σε κάποιο μπαράκι, ίσως. Μπα. Έχει περάσει η ώρα. Μάλλον θα έχουν γυρίσει σπίτι. Ίσως και να κάνουν έρωτα. Και σ’ αυτή τη σκέψη αρρωσταίνεις. Αυτή η εικόνα είναι που πραγματικά σε κάνει τρελό.  Άραγε εσένα σε θυμάται, έστω και λίγο; Δεν μπορείς να πιστέψεις πως έχεις ξεχαστεί. Δεν μπορεί να σε έχει ξεχάσει. Να ξέχασε όλα αυτά που ζήσατε.

Επιστροφή στην πραγματικότητα. Προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου πως, εντάξει. Ο, τι έγινε, έγινε. Έτσι ήταν να γίνει. Μάλλον δεν ήταν γραφτό να είσαστε μαζί. Σίγουρα δε θα καταλαγιάσει τον πόνο σου αυτή η σκέψη. Πονάει κι αυτή πολύ. Έλα, όμως που αυτή είναι η πραγματικότητα. Η σκληρή πραγματικότητα. Όσο κι αν σε χαλάει. Ποιο λοιπόν το νόημα να χάνεσαι σε σκέψεις; Σε εικόνες που δεν έχεις δει ποτέ σου; Να φαντάζεσαι πράγματα που σου ρημάζουν την ψυχολογία; Μακάρι να υπήρχε εκείνο το κουμπί που να πατούσες το off και το μυαλό να απενεργοποιούνταν. Δυστυχώς όμως δεν υπάρχει. Κι επειδή το να ζεις στον φανταστικό σου κόσμο δεν είναι απαραίτητα κακό, φρόντισε όσο μπορείς να τον φτιάξεις όπως εσύ θα ήθελες να είναι. Άλλωστε ο κόσμος αυτός είναι ο δικός σου κόσμος. Χτίσε τον όπως εσύ θέλεις. Και πού ξέρεις. Αν το θέλεις πολύ, μπορεί αυτός ο κόσμος να γίνει και ο πραγματικός.

Συντάκτης: Δημήτρης Ευσταθιάδης
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου