Αν ήταν να κατονομάσουμε την πιο αντισυμβατική μορφή στην ιστορία της ελληνικής μουσικής σκηνής, αναμφισβήτητα το όνομα που θα της δίναμε θα ήταν Νικόλας Άσιμος. Ο τραγουδοποιός; Ο καλλιτέχνης; Ο διανοούμενος; Ένας αρτίστας του δρόμου; Η απλώς ένας αθεράπευτα ρομαντικός; Τι άραγε να ήταν ο Νικόλας Άσιμος;

Ο Νικόλαος Ασημόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 20 Αυγούστου του 1949, με καταγωγή από την Κοζάνη. Τα παιδικά του χρόνια μέχρι και την εφηβεία του τα πέρασε στην Κοζάνη, μέχρι που σε ηλικία 18 ετών επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, όντας φοιτητής στο τμήμα της Φιλοσοφικής. Ωστόσο οι σπουδές δεν ήταν αυτό που επιθυμούσε. Από το γυμνάσιο ακόμα έγραφε στίχους και η μουσική ήταν η μεγάλη του αγάπη. Το 1973 και αφού παράτησε τη σχολή του, παίρνει την απόφαση να κατέβει στην Αθήνα και να ασχοληθεί με αυτό που τόσο αγαπούσε.

Από το 1974 μέχρι και το 1987 ηχογραφούσε και πουλούσε παράνομα κασέτες με τα τραγούδια του στους δρόμους της Αθήνας, δίνοντας ταυτόχρονα και παραστάσεις με την κιθάρα του. Από την πρώτη του κασέτα του 1978 με τίτλο “Ρωμιός” μέχρι και την τελευταία του “Το φανάρι του Διογένη”, κάθε του έργο ήταν και μια κριτική σε μια κοινωνία ενός δήθεν καθωσπρεπισμού, όπου τα πάντα διέπονταν από ένα «πρέπει». Αυτό το «πρέπει», ο Νικόλας το καυτηρίαζε όσο κι όπως μπορούσε.

Ένα από τα τραγούδια, αυτό ίσως που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως την επιτομή της αντισυμβατικότητας του Νικόλα, είναι το τραγούδι του «Εγώ με τις ιδέες μου». Είχε ηχογραφηθεί περίπου εκεί στο 1987 και συμπεριλήφθηκε στην τελευταία του κασέτα. Από μουσικής απόψεως, η ερμηνεία του και μόνο αποτελεί μια ξεχωριστή δημιουργία του Νικόλα. Ένα τραγούδι που ξέφευγε αρκετά από το μέχρι τότε ροκ και ίσως πιο μελωδικό ήχο των τραγουδιών του. Παρ’ όλο το χαρακτηριστικό ηχόχρωμα της φωνής του, στην ερμηνεία του στο συγκεκριμένο τραγούδι, ο Νικόλας έδωσε μια πιο λαϊκή χροιά- κάτι που δεν ήταν σύνηθες για αυτόν. Όταν δε το ερμήνευσε, η μεγάλη κυρία του ρεμπέτικου Σωτηρία Λεονάρδου, πραγματικά απογειώθηκε. Κι ήταν τότε που χαρακτηρίστηκε σαν το ζεϊμπέκικο του Άσιμου. Τραγουδήθηκε επίσης κι από τη Χάρις Αλεξίου, όπως τραγουδιέται ακόμη και σήμερα από πολλούς τραγουδιστές, ωστόσο η ερμηνεία της Λεονάρδου ήταν αυτή που το καθιέρωσε.

Πέρα όμως από τη μουσική του ερμηνεία, εξίσου σημαντικό και διαχρονικό ίσως είναι και το νόημα αυτού του τραγουδιού. Βρισκόμαστε στο 1987. Την εποχή που όσοι έζησαν τότε έχουν να θυμούνται σαν τη χρυσή εποχή της Ελλάδας. Τότε που το χρήμα κυκλοφορούσε σε αφθονία και ο νεόπλουτος πλέον νεοέλληνας ήταν αφέντης αλλά ταυτόχρονα και σκλάβος του χρήματος. Τότε που μπροστά στα λεφτά τα ήθη και οι αξίες δεν είχαν καμία σημασία. Ένα πρωτόγνωρο τότε life style που απαιτούσε κάθε Σαββατόβραδο μπουζούκια και πρώτο τραπέζι πίστα και όσο πιο μεγάλο λογαριασμό έκανε κάποιος, τόσο ανέβαινε και το κοινωνικό του status. Η εποχή που γέννησε το «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;». Και ο Νικόλας, έβλεπε τη ματαιοδοξία όλου αυτού του τρόπου ζωής. Έβλεπε τις ηθικές αξίες και τον ανθρωπισμό, τα συναισθήματα να κατακερματίζονται από τον νεοελληνικό νεοπλουτισμό. Και κάπως έτσι εμπνεύστηκε κι έγραψε αυτό το τραγούδι γροθιά στις νέες συνήθειες και στα νέα δεδομένα. Κάπως έτσι εμπνεύστηκε αυτό το μανιφέστο.

Λίγο καιρό αργότερα ο Νικόλας οδηγήθηκε βίαια σε ψυχιατρική κλινική και στη συνέχεια φυλακίστηκε για απόπειρα κακοποίησης. Αφέθηκε ελεύθερος με καταβολή εγγύησης όμως δεν μπόρεσε να αντέξει την άδικη κατηγορία που τον βάραινε. Στις 17 Μαρτίου του 1988, βρέθηκε απαγχονισμένος μέσα στο σπίτι του. Αυτός με τις ιδέες του κι αυτοί με τα λεφτά τους.

 

Πηγή εικόνας: pinterest

 

Συντάκτης: Δημήτρης Ευσταθιάδης
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου