Είτε έβλεπες τα μαύρα σύννεφα να μαζεύονται είτε εθελοτυφλούσες, γιατί απλά δεν ήθελες με τίποτα να δεις την πραγματικότητα, μοιραία άκουσες εκείνη τη φράση που πονάει περισσότερο κι από μαχαιριά. «Θέλω να χωρίσουμε» σου λέει. Και παγώνεις. Σου φεύγει η γη κάτω απ’ τα πόδια. Και πώς τυχαίνει, ρε γαμώτο, τις περισσότερες φορές να σκάει αυτή η ατάκα σε χαρούμενες περιόδους; Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι∙ σαν να βάλθηκε η βρόμα η τύχη σου να σε πληγώσει ακόμα πιο πολύ. Να πρέπει να βλέπεις την ανέμελη διάθεση του κόσμου να πλανάται γύρω σου κι εσύ να ‘χεις τη γεύση της απογοήτευσης. Να δέχεσαι ευχές του τύπου «Άντε, καλό καλοκαίρι να ‘χουμε» κι εσύ να σκέφτεσαι πως όχι μόνο σε δουλεύουν, αλλά σε χλευάζουν κιόλας μες στα μούτρα σου. Να αισθάνεσαι σαν την ατέλεια μέσα στο αψεγάδιαστο κλίμα της περιόδου.

Απομονώνεσαι, λοιπόν. Θέλεις να μείνεις μόνος σου, εσύ κι ο πόνος σου, που λέει και το λαϊκό άσμα. Ψάχνεις να βρεις τι έφταιξε. Ψάχνεις να βρεις πού έφταιξες. Γιατί στην πρώτη φάση του χωρισμού, τουλάχιστον, φορτώνεις όλες τις ευθύνες στον εαυτό σου. Ο άνθρωπος που αγαπάς, στα μάτια τα δικά σου, είναι αθώος. Εσύ και μόνο εσύ ευθύνεσαι. Στο μυαλό σου, σαν ανεμοστρόβιλος, στριφογυρίζουν όλες εκείνες οι αιτίες που σου ανέφερε, για να σου εξηγήσει το γιατί πήρε αυτήν την απόφαση. Και το πιστεύεις. Σκέφτεσαι πως έχει δίκιο. Φέρνεις στο μυαλό σου όλες τις άσχημες στιγμές και τις εντάσεις και πείθεσαι πως έτσι είναι, όπως σου τα είπε. Θέλεις να επανορθώσεις. Ζητάς συγγνώμες για όσα έκανες, ακόμα και για όσα σου έκανε (γιατί τα θυμάσαι κι αυτά, αλλά πάλι τα βάζεις με τον εαυτό σου, γιατί θεωρείς πως εξαιτίας σου έκανε ό,τι έκανε).

Το πρόσωπο, όμως, έχει βάλει πλώρη για αλλού. Δε σε ακούει καν. Σου λέει ότι υπάρχει κάτι άλλο. Κι εσύ αντί να συνέλθεις, παρακαλάς να γυρίσει πίσω. Ο εγωισμός κι η περηφάνια σου πάνε περίπατο. Κι ο μέχρι πρότινος άνθρωπός σου, σαν να θέλει να σου ρίξει αλάτι στην πληγή, σου λέει πόσο καλά είναι, μιλά για έρωτα κι ευτυχία. Κι ο πόνος γίνεται αφόρητος. Περνάς την προβλεπόμενη καταθλιψάρα σου, αλλά, παραδόξως, τη γουστάρεις.

Αλκοόλ, τσιγάρα (κι ας είχες κόψει πριν από χρόνια το κάπνισμα), τρέφεσαι με φρυγανιές, που τυχαίνει να ‘χουν περισσέψει στην κουζίνα σου, και με πατατάκια που σου προσφέρουν με τα ποτά που πίνεις στο στέκι σου, εκεί όπου πνίγεις τον πόνο σου. Κι έχεις την ψευδαίσθηση ότι σε βλέπει. Από κάπου βλέπει τα χάλια σου και λες στον εαυτό σου «Δεν μπορεί, θα καταλάβει πόσο υποφέρω. Πόσο τον/την αγαπάω». Μάταιος κόπος. Το πιο πιθανό είναι την ώρα εκείνη να κοιμάται σε νέα αγκαλιά. Παραγγέλνεις, λοιπόν, άλλο ένα κι αγκαλιάζεις, με τη σειρά σου, τον μαζοχισμό και την αυτοκαταστροφή. Από μπροστά σου περνάνε τόσοι άνθρωποι. Κεφάτοι, γελαστοί, όμορφοι. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να συγκριθεί με τη Σ. Τη δική σου Σ. Δεν μπορείς να δεχθείς ότι σου έφυγε.

Κι έρχονται κι όλοι αυτοί που θέλουν να σε βοηθήσουν. Θέλουν το καλό σου, ή και το “καλό” σου. Ακούς, λοιπόν, ξανά και ξανά την ίδια κασέτα. Πως πρέπει να ξεχάσεις, πως πρέπει να προχωρήσεις. Πως δεν άξιζε για ‘σένα. «Αν σε ήθελε δε θα είχε κάνει αυτό, δε θα είχε κάνει το άλλο. Ως πότε θα χαλιέσαι; Η ζωή προχωράει, η ζωή είναι ωραία.» Όλα αυτά τα κλισέ που ακούς από τόσους ανθρώπους, που αν ο καθένας από αυτούς κάθε φορά που σου τα ‘λεγε σου ‘δινε κι από μισό ευρώ, τώρα θα ‘σουν ζάμπλουτος.

Είναι κι εκείνοι οι άλλοι. Εκείνοι που νομίζουν ότι θα σε ταρακουνήσουν. Θα σε αρχίσουν, λοιπόν, στα γκάζια. Θα σε κράξουν για να συνέλθεις. Λες κι αυτούς ο έρωτας δεν τους πλήγωσε ποτέ. Για ‘σένα, όμως η ζωή είναι η Σ., η δική σου Σ. Και δεν είναι ωραία χωρίς εκείνη.

Σκέφτεσαι τα όνειρα που κάνατε μαζί. Τη ζωή που θα ζούσατε μαζί. Ετοιμαζόσασταν να παντρευτείτε. Και ξαφνικά το χάος. Μπορείς να προχωρήσεις; Έχεις τη δύναμη; Κι αν δε θέλεις να προχωρήσεις; Είσαι αδύναμος; Όχι. Αντιθέτως. Θέλει τεράστια δύναμη να παραμείνεις πιστός στους όρκους και στις υποσχέσεις που έδωσες, ακόμα κι αν δε σε δεσμεύουν πλέον.

Κι όχι ότι το κάνεις για το παρελθόν σου. Το κάνεις για ‘σένα. Γιατί όταν έλεγες ότι αγαπάς, ότι θέλεις να ζήσεις την υπόλοιπη σου ζωή με ‘κείνο το πρόσωπο, εσύ τουλάχιστον το εννοούσες. Και θέλεις να τηρήσεις τους όρκους σου. Έστω κι αν δεν είσαι πια υποχρεωμένος. Έστω κι αν έχει φύγει… Άλλωστε, “You ‘ll always be here with me, even if you ‘re gone, you ‘ll always have my love. Our memory will live on.” Rose Tattoo-Dropkick Murphys.

Συντάκτης: Δημήτρης Ευσταθιάδης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη