Για ακόμη μία φορά με βρήκε το ξημέρωμα να αποκοιμάμαι στον καναπέ, με μισοσβησμένο τσιγάρο στο ένα χέρι και για background να ακούγονται κάτι blues. Με το τζάκι να σιγοκαίει προσπαθώντας να κρατήσει και το τελευταίο κούτσουρο που του απέμεινε όση περισσότερη ώρα γίνεται αναμμένο, για να μου κάνει συντροφιά, παρέα με αρκετά αναπάντητα ερωτηματικά.

Ήταν δύσκολη κι αυτή η νύχτα. Ήταν από εκείνες τις φορές που μιλάω στον εαυτό μου δυνατά, κάθομαι και του διηγούμαι με κάθε λεπτομέρεια, την κάθε στιγμή που περάσαμε μαζί χωρίς να αφήνω περιθώρια για ερωτήσεις. Τα αναλύω όλα με τόση σαφήνεια λες και τα ζω και πάλι απ’ την αρχή, με το ίδιο τρέμουλο να διαπερνά το κορμί μου. Λες και το ζω ξανά!

Θυμάμαι για χιλιοστή φορά το αίσθημα που μου προκάλεσε η πρώτη φορά που τα χείλη σου ακούμπησαν τα δικά μου. Σαν ένα παζλ ελλιπές που βρήκε το κομμάτι εκείνο που του έλειπε. Ήξερες κάθε σπιθαμή των χειλιών μου. Λες και κάποιος ήρθε κρυφά και σου μαρτύρησε τον τρόπο να με κάνεις να λυγίσω, να γίνω έρμαιό σου. Με άρπαξες απ’ τη μέση και με κόλλησες στο στήθος σου. Το ήθελες τόσο πολύ εκείνο το φιλί. Όχι, δε μου το πες ποτέ, το ένιωσα. Ένιωσα το σκίρτημα εκείνο στο άγγιγμά σου, το άγγιγμα δε λέει ποτέ ψέματα, να ξέρεις. Τόσο πάθος λοιπόν πώς να το αφήσω να ξεχαστεί; Δεν μπορώ να το αφήσω, είναι πέραν των δυνάμεών μου.

Κάθε αμφιβολία, κάθε δισταγμός, όλα γκρεμίστηκαν, όλα έγιναν καπνός σε κλάσματα δευτερολέπτου, όταν τα χείλη σου ακούμπησαν τα δικά μου. Εκείνη τη στιγμή ο κόσμος μου έγινε ένα με το δικό σου. Κάθε άμυνα έσπασε όσο σφικτά κι αν την κρατούσα, παραδόθηκα στο έλεός σου.

Το ένα βράδυ, έγιναν δύο, πέντε, δεκαπέντε. Το ζούσαμε στο έπακρο, γελούσαμε, περνούσαμε όμορφα. Θυμάσαι; Εγώ θυμάμαι. Θυμάμαι που μου είπες πως δεν είμαι σαν τις άλλες, πως περνούσες όμορφα μαζί μου. Δεν το ξεχνάω, το θυμάμαι. Όπως θυμάμαι και τα δάκρυα που έκανα όταν μου πες πως δε θες να με ξαναδείς, πως ήθελες να κόψουμε κάθε επαφή γιατί άρχισες να δένεσαι και δεν είναι του τύπου σου αυτά.

Θυμήθηκα κι εκείνη τη φορά στο μπαρ με τα κολλητάρια σου που τα πίνατε και με βλέπατε χαζολογώντας κι ένας Θεός ξέρει τι λέγατε. Έκλαψα εκείνο το βράδυ να ξέρεις. Πόσο αφελές εκ μέρους μου να πιστέψω καθετί όμορφο που βγήκε απ’ το στόμα σου. Δεν το ένιωσες καθόλου; Όχι και να μου πεις, εμένα δε με πείθεις.

Μία φορά το γούσταρες, δε μου το βγάζεις απ’ το μυαλό. Τους φίλους σου που τους έχεις κορώνα στο κεφάλι θες να πείσεις πως δεν ήταν τίποτα άλλο πάρα μόνο μια καβάτζα του καλοκαιριού για να ‘χεις να λες και να καυχιέσαι. Όχι, αγάπη μου, τους φίλους σου ξεγέλασέ τους όσο θες, εμένα όμως δεν μπορείς όσο κι αν το θες!

Δεν είναι αυτοί που ακούμπησες και έσφιγγες στην αγκαλιά σου λες και δεν υπάρχει αύριο. Δεν είναι αυτοί που κοίταξες στα μάτια και τους ικέτευες για λίγο ακόμα. Δεν είναι αυτοί που είπες πως μαζί τους μπορείς να είσαι ο εαυτός σου. Γιατί αν το έλεγες σ’ αυτούς θα σε κορόιδευαν γιατί μεγαλώσαμε στη γενιά που αν νιώσεις και το πεις θα σε κράξουν. Ως πότε θα κρύβεσαι απ’ τα φιλαράκια σου, για πες μου;

Θα ήθελα όμως να ήξερα τι λες στους φίλους σου για μένα. Να κάθομαι σε μία γωνιά και να ακούω αυτά που θα τους λες, πόσο δήθεν δε σήμαινα τίποτα για σένα. Θα τολμάς να τους κοιτάς στα μάτια όταν τα λες; Σε πάω στοίχημα πως ή το ποτό σου θα ανακατεύεις ή θα ξεροκαταπίνεις απ’ τις μπούρδες σου. Πρόσεξε μη σου κάτσει στο λαιμό το ποτό όμως ε! Τελικά σε ξέρω καλύτερα απ’ τα φιλαράκια σου από ό,τι φαίνεται.

Ό,τι κι αν ανοίξεις το στόμα σου να πεις για μένα δεν έχει καμία μα καμία σημασία. Σημασία για μένα έχει πως αυτό που ζήσαμε όσο το ζήσαμε ήταν τόσο αληθινό, μάτια μου, που δεν είχες τα κότσια να το ζήσεις μέχρι το τέλος. Κώλωσες κι αυτό θα σε κυνηγά όλη σου τη ζωή. Έδωσες ένα τέλος δικό σου κι ας μη μας άρμοζε κι ας μας πήρες και τους δύο στο λαιμό σου. Δεν πας να λες ό,τι θες, εγώ ξέρω και το ξέρεις κι εσύ πως αυτό που ζήσαμε δε θα μας το πάρει κανείς.

Συντάκτης: Γεωργία Ευαγγέλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη