Γέλια, ξενύχτια κι αναμνήσεις είναι το αποτέλεσμα μιας φιλίας που μετράει χρόνια ολόκληρα. Εννοείται πως τα καλύτερα μεθύσια της ζωής μας τα ‘χουμε κάνει με τους κολλητούς, τις πιο άκυρες μέρες, σε ένα μικρό συνοικιακό μπαράκι ακούγοντας μουσικές που γουστάραμε, πίνοντας τα ποτά μας το ένα μετά το άλλο κι ανταλλάζοντας πλάκες και πειράγματα όλη νύχτα.

Μέχρι που ένα ακόμα συνηθισμένο βράδυ που ξεκίνησε για μια υποτιθέμενη χαλαρή μπιρίτσα στο στέκι σας, κατέληξε κλασικά να σας βρίσκει το ξημέρωμα στο σπίτι του ενός να συζητάτε αλλά αυτή τη φορά όχι τα γκομενικά σας ή περί ανέμων κι υδάτων. Ήταν η φορά που σκεφτήκατε πόσο γαμάτα θα ήταν αν είχατε το δικό σας μπαράκι κι αρχίσατε να κάνετε υποθετικά σχέδια, με μια δόση ρεαλιστικής επιθυμίας.

Η ιδέα έσκασε αρκετά νωρίτερα. Ήσασταν ακόμα στο πρώτο ποτό, η γλώσσα δεν είχε λυθεί ακόμα, οπότε χαλαρά συζητούσατε για θέματα καθημερινά και κάπως αδιάφορα, κουνώντας ρυθμικά το κεφάλι στα χλιαρά ακόμα τραγούδια του ντι τζέι. Κάπου εκεί ήρθαν και τα κερασμένα απ’ το μαγαζί σφηνάκια, μιας κι είστε απ’ τους αγαπημένους θαμώνες του κι ίσως οι πελάτες που κάνουν τη μεγαλύτερη κατανάλωση.

Κάπου εκεί, λοιπόν, μεταξύ δεύτερου και τρίτου ποτού κι αφού ο ντι τζέι έχει αρχίσει να βάζει κομμάτια πιο κοντά στα μουσικά σας γούστα, πέφτει η ιδέα στο τραπέζι (εντάξει, στο σταντάκι) για το πώς θα δουλεύατε εσείς το μαγαζί αν ήταν δικό σας και πώς θα ήταν γενικά το στέκι των ονείρων σας, το μπαράκι της καρδιάς σας, που θα λειτουργούσε υπό τη διεύθυνσή σας.

Στο τρίτο με τέταρτο ποτό και καθώς η νηφαλιότητα σας αποχαιρετήσει, έχετε ψηθεί στην ιδέα να φτιάξετε κάποτε το δικό σας μπαράκι. Κοιτάτε λεπτομερώς το εσωτερικό του μαγαζιού που σας φιλοξενεί εκείνη τη βραδιά και σκέφτεστε ότι θέλετε ένα χώρο σίγουρα μικρό που να χωράνε λίγοι και καλοί και να δίνει την αίσθηση της οικειότητας κι ένα ατμοσφαιρικό εσωτερικό, που να είναι διακοσμημένο με χρωματιστά πορτατίφ, κάδρα και φωτογραφίες που θα δίνουν μια ευχάριστα νοσταλγική νότα και σίγουρα όχι μουντά και ψυχρά χρώματα, που δημιουργούν μια θλίψη στον πελάτη. Θέλετε ένα ζωντανό, χαρούμενο, ζεστό και φιλικό περιβάλλον, όχι υπερφορτωμένο, σχετικά μίνιμαλ. Ένα σημείο που θα μαζεύονται φίλοι και θα γίνεται καταφύγιο για φρέσκους (κι όχι μόνο) έρωτες.

Στο πέμπτο ποτό αποφασίζετε τη γενική εικόνα του μαγαζιού και την ταυτότητά του. Τι είδους μουσική θα παίζει και σε τι κόσμο θα απευθύνεται. Ως λάτρεις της ελληνικής ροκ δε θα γινόταν να μην παίζετε τέτοια κομμάτια και φυσικά μία έντεχνη βραδιά με live μουσική θα μπει σίγουρα στο εβδομαδιαίο πρόγραμμα, καθώς είναι κάτι που κι εσείς ψάχνετε και δυστυχώς δε βρίσκετε εύκολα.

Το βασικότερο, βέβαια, είναι τα ποτά, καθώς δε θέλετε να πίνετε νοθευμένα και να βγάζετε τριπλό και τετραπλό κέρδος κατακλέβοντας τους πελάτες. Θέλετε να μια κάβα αξιοζήλευτη κι από ποσότητα για να καλύπτετε και τα πιο απαιτητικά γούστα αλλά κυρίως από ποιότητα, έτσι θα ελέγξετε πολύ καλά τους προμηθευτές σας. Όσο μπορείτε απ’ την ποιότητα του αλκοόλ που θα σερβίρετε να αποφεύγετε τα άσχημα χανγκόβερ και τα κεφάλια καζάνια απ’ τους πονοκέφαλους και τις ημικρανίες, θα το φροντίσετε. Εξάλλου, δεν ήταν λίγες οι φορές που ως πελάτες την πάθατε άσχημα από μπόμπες ποτά και καταλήξατε με εμετούς μέχρι και στο νοσοκομείο. Ξέρετε πως οι πρώτοι που θα τα πίνετε εκεί μέσα θα ‘στε εσείς, έτσι θα κάνετε ό,τι καλύτερο.

Στο τελευταίο ποτό και μέσα σε μια γύρα από σφηνάκια τσακώνεστε για το όνομα του μαγαζιού και συζητάτε τα ποσοστά σας, αφού δε θέλετε να χαλάσετε τη σχέση σας όταν γίνετε συνεταιράκια. Κι αφού ρίχνετε μια μάχη ανάμεσα σε γέλια, όνειρα, αλκοόλ κι αλλόκοτες συζητήσεις, ακούγεται απ’ τα ηχεία ο Παπακωνσταντίνου να τραγουδάει «τι νόημα έχει το όνειρο χωρίς μικρές νοθείες». Στις μικρές σας νοθείες, λοιπόν, και τα μεγάλα σας όνειρα!

Συντάκτης: Ελένη Φλισκουνάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη