Εθισμός στη σοκολάτα. Υπάρχει, στ’ αλήθεια, αυτή η εξάρτηση; Κι αν ναι, πώς καταλαβαίνουμε αν είμαστε εθισμένοι σ’ αυτή; Πολλοί από εμάς μπορεί να αναρωτηθήκαμε κάποτε αν είναι φυσιολογική η αδυναμία μας γι’ αυτό το ομολογουμένως νόστιμο γλύκισμα. Κυρίως εκείνες τις στιγμές που κάνουμε σαν τρελοί και θέλουμε όσο τίποτα ένα κομμάτι σοκολάτας, χαλώντας τον κόσμο για να το αποκτήσουμε. Θα βγούμε μες στη νύχτα ως το πιο κοντινό περίπτερο για να την προμηθευτούμε ή μπορεί και να λογομαχήσουμε με ένα φίλο που απαιτεί μερίδιο απ’ τη λιχουδιά μας. Είναι, πράγματι, εξάρτηση ή έτσι το αποκαλούμε εμείς για να δικαιολογούμε ίσως τη λαιμαργία μας;

Πολλά τα ερωτηματικά κι ίσως και να φοβόμαστε να μάθουμε την πραγματική αλήθεια, γιατί –κακά τα ψέματα– όλοι λατρεύουμε τη σοκολάτα κι όλοι φρικάρουμε στην ιδέα να μην μπορέσουμε να την ξαναγευτούμε. Το σίγουρο είναι πως αν μας την απαγόρευαν ή προσπαθούσαν να μας την πάρουν, θα αντιδρούσαμε υπερβολικά.

Τέλος στις αμφιβολίες μας έρχεται να δώσει έρευνα που δημοσίευσε το “Harvard Medical School”, στην οποία απαντιούνται όλες μας οι απορίες για τον εθισμό στη σοκολάτα καθώς και για τις ψυχολογικές διαστάσεις που προκαλεί η κατανάλωσή της.

Σύμφωνα με την έρευνα, υπάρχουν τρεις βασικές ενδείξεις που μας λένε πως είμαστε γενικά εθισμένοι σε κάτι. Πρώτη είναι η έντονη λαχτάρα γι’ αυτό, δεύτερη έρχεται η απώλεια ελέγχου της έντονης αυτής επιθυμίας και κατανάλωσης και τρίτη η συνεχιζόμενη χρήση παρά τις κακές συνέπειες που μας φέρνει άμεσα ή μακροπρόθεσμα.

Στη συνέχεια, οι επιστήμονες εξηγούν πως η έντονη λαχτάρα για σοκολάτα οφείλεται στη ζάχαρη που περιέχει. Καθώς η ζάχαρη είναι ικανή να ενεργοποιήσει μονοπάτια του εγκεφάλου που αναζητούν «ανταμοιβή», ο εγκέφαλός μας θέλει συνεχώς να ανταμείβεται, και τι πιο γλυκό από ένα κομμάτι σοκολάτα;

Σε έρευνες που έγιναν σε ζώα, ο περιορισμός αυτών των τροφών προκάλεσε μία στρεσαρισμένη συμπεριφορά η οποία συμπίπτει με εκείνη που παρατηρήθηκε σε άλλες εθιστικές ουσίες.

Επίσης σε μία άλλη έρευνα κατέληξαν σε συμπέρασμα πως τα άτομα παρουσίασαν ψυχολογικές αντιδράσεις όταν έτρωγαν σοκολάτα, όπως ήταν η λαχτάρα για περισσότερη σοκολάτα κι η διαρκής επιθυμία κατανάλωσής της, καθώς πλέον καμία ποσότητα δεν τους ικανοποιούσε. Αυτές οι ψυχολογικές αντιδράσεις, σύμφωνα με τους ερευνητές, ήταν παρόμοιες με εκείνες των ατόμων που είναι εθισμένα στα ναρκωτικά, το κάπνισμα και το αλκοόλ.

Οι επιστήμονες υποστηρίζουν πως αρκετές φορές η έντονη λιγούρα μας για σοκολάτα συνδυάζεται με την έντονη πίεση που μπορεί να βιώνουμε. Αυτό εξηγείται ως εθισμός απ’ την άποψη πως πολλοί όταν είναι αγχωμένοι και συναισθηματικά πιεσμένοι στρέφονται προς το αλκοόλ, το κάπνισμα ή τα ναρκωτικά, αναζητώντας μια διέξοδο μέσα απ’ την εξάρτησή τους. Παρομοίως, οι εθισμένοι στη σοκολάτα στρέφονται προς αυτή σε μια αδύναμη στιγμή τους.

Βέβαια, τονίζεται πως υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ του εθισμού στη σοκολάτα και των ναρκωτικών, για αυτονόητους λόγους διαφοράς επικινδυνότητας. Παρ’ όλα αυτά, δεν παύει να αποτελεί μια εξάρτηση που μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα υγείας, όπως είναι η παχυσαρκία και το ζάχαρο.

Ο εθισμός στη σοκολάτα υπάρχει, λοιπόν, είναι γεγονός κι ακούει στον αγγλικό ορισμό “chocoholism”. Αυτό δεν είναι κάτι που πρέπει να μας πανικοβάλει, το σημαντικό όμως είναι όλα να καταναλώνονται με μέτρο και να προσέχουμε πάνω από όλα την υγεία μας και την καλή μας φυσική κατάσταση.

Όλοι μας έχουμε λιγούρες σε διάφορες στιγμές για γλυκά ή φαγητά, αλλά δεν πρέπει να επιτρέπουμε στη λαχτάρα μας αυτή να μας ελέγχει. Ναι, να φάμε το γλυκό μας και τη σοκολάτα μας όταν το θελήσουμε, αλλά να ξέρουμε τι είναι αυτό που μας ωθεί εκεί. Είναι η πείνα μας κι η επιθυμία για το συγκεκριμένο προϊόν ή καταλήγει να γίνεται παρηγοριά και συντροφιά στη μοναξιά μας, οδηγώντας μας να καταναλώνουμε αλόγιστα λόγω ανίας και κακής ψυχολογίας; Αν βρούμε τα αίτια, θα καταφέρουμε και να περιορίσουμε την εμμονή μας.

Αγαπάμε τη σοκολάτα και ποτέ δε θα αισθανθούμε πως έχουμε φάει αρκετές, ας τις κρατήσουμε όμως για να γλυκαίνουμε τον ουρανίσκο κι όχι για να θολώνουμε τις συναισθηματικές μας πίκρες.

 

Πηγή: Harvard Health Publishing

Συντάκτης: Μαριλένα Χατζημιλτή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη