Γράφουν οι Έλλη Β. Ζάχου, Μαρία Βαή, Έλλη Πράντζου, Κωνσταντίνος Θράβαλος, Λάμδα Βήτα.

Κάρμα θυμωμένο είναι όλες οι ατέρμονες προσπάθειες για την αλληλουχία των παντός είδους συγκυριών. Και γάμησέ τα, τα στιγμιαία. Κάρμα είναι ο έρωτας ο δήθεν ανεκπλήρωτος που καταλήγει σε αιώνια φωτιά και στάχτη. Κάρμα είναι η συνεχής πορεία της θλίψης που δεν επιδιώκεται από σένα. Κάρμα είναι το βλέμμα που έχει χρόνια ανταμωθεί, το χάδι που σ’ ανατριχιάζει αφού πρώτα σ’ αηδιάζει, η αισιοδοξία που καταστρέφεται απρόσμενα.

Το δύστροπο, το γαμημένο, το κουτοπόνηρο το κάρμα είναι το πισωγύρισμα των επιπτώσεων των πράξεων μου, οι αναμονές για τα αστικά λεωφορεία, το συνονθύλευμα των καπνών και του αλκοόλ που καταλήγει πάλι να σχηματίζει εκείνο το πρόσωπο που έχασα με επιτηδευμένες πράξεις και τώρα μετανιώνω. Είναι ο κύκλος που ξεκινάει με σένα, τελειώνει με μένα και στο κέντρο του έχει το εμείς.

Καλά κάνεις κάρμα εκδικητικό και μου δίνεις αλύπητα χαστούκια, αλλά έρχεται και η ώρα που θα φας μια κλοτσιά που όμοια της δεν έχεις νιώσει ξανά. Όχι, δεν εννοώ πως θα σε γράψω και θα κάνω σαν να μην υπάρχεις, απλά πλέον θα ζήσω αρμονικά μαζί σου. Το κάρμα είμαι εγώ και το εγώ μου είναι το κάρμα. Είμαι ο Θεός του εαυτού μου. Γι’ αυτό και βρίσκεται παντού.

Κάρμα είναι να λένε το σκύλο σου Γιασμίν, να είσαι σε ερημική παραλία της Χίου, όπου η επόμενη σκηνή βρίσκεται δύο χιλιόμετρα μακριά και να βλέπεις ένα boxer να πλησιάζει τρέχοντας και μια αλαφιασμένη κοπέλα να το κυνηγάει φωνάζοντας “Αλαντίν, Αλαντίν”. Ε, αν δεν είναι αυτό κάρμα, τότε τι είναι; Μετά την πήρε με το ιπτάμενο χαλί του και πετάξανε μαζί για άγνωστο προορισμό. Εμείς μείναμε ν’ αναρωτιόμαστε πόσες μπίρες μπορεί να ήπιαμε.

Kάρμα αλκοολούχο είναι όσα δε θες να παραδεχτείς κι εμφανίζονται εκεί που νομίζεις ότι έχεις μάθει επαρκώς τον εαυτό σου. Κάρμα είναι, ας πούμε, να σε θεωρούν όλοι έναν άνθρωπο αυτάρεσκο, ανίκανο να ερωτευτεί πραγματικά κι εκεί που πιστεύεις ότι έχεις τακτοποιήσει τη ζωή σου να έρχεται αυτό το μπασταρδάκι για να τους διαψεύσει όλους.

Κάρμα είναι να θεωρείς πως όλοι όσοι σε πλησιάζουν εκδηλώνοντας τα συναισθήματά τους για εσένα είναι εν δυνάμει παιχνίδια σου και ξαφνικά να έρχεται ο άνθρωπος-ανεμοστρόβιλος για να σου μάθει ότι κάπου εκεί μέσα έχεις και μια καρδιά ξεχασμένη που δουλειά της είναι να χτυπάει και να νιώθει. Να χτυπάει όχι για μια άχρωμη αδιάφορη επιβίωση αλλά για κάτι με αξία.

Υπάρχει όμως κι ένα κάρμα ιερό, συνδεδεμένο με τον άνθρωπο που σε σύστησε στον κόσμο. Κάρμα είναι να κλαίει η μάνα σου για χίλιες δικές της απώλειες και για μία δική σου νίκη. Μία νίκη, για την οποία αυτή έφτυσε πιο πολύ αίμα κι έχυσε πιο πολύ ιδρώτα. Φρόντισε να κουνήσει βουνά κι ας έσκασαν τα χέρια της. Φρόντισε να εκβιάσει θεούς με πάθη ανθρώπων.

Τέλος κάρμα παρεΐστικο, είναι να γνωρίζεις ανθρώπους τελείως διαφορετικούς από εσένα, μεγαλύτερους ή μικρότερους ηλικιακά, γεμάτους όνειρα και φιλοδοξίες, πονεμένους κι ερωτευμένους με μια αγκαλιά το βράδυ.

Κάρμα είναι, να μοιράζεσαι όσα νιώθεις, όσα έχεις ζήσει με τους ξένους κι όχι με τους δικούς σου, γιατί, κάρμα μου, δεν υπάρχει περίπτωση να μην έχουμε κάτι κοινό όταν γράφουμε μέσα από την ψυχή μας ο καθένας.

 

Έλλη Β. Ζάχου, Μαρία Βαή, Έλλη Πράντζου, Κωνσταντίνος Θράβαλος, Λάμδα Βήτα.

2 Απριλίου, Παγκόσμια Ημέρα Μαξιλαροπόλεμου, μετά από φαΐ και πιοτί.

Επιμέλεια Κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά.