Το pillowfights θυμάται, τιμά και γιορτάζει τους αρθρογράφους που πέρασαν κάτω από τα πούπουλά του σ’ ένα αρθρογραφικό reunion! Παλιοί κι αγαπημένοι pillowfighters, επιστρέφουν στον τόπο του εγκλήματος και μας χαρίζουν ένα ακόμα άρθρο.

Καλώς μας ξανάρθατε και καλώς σας ξαναδεχτήκαμε!

Γράφει ο Θάνος Κουλουβάκης. (Διάβασε παλαιότερα άρθρα στη στήλη του #Του_κόσμου_τα_όνειρα)

 

Κάποια στιγμή όταν πίναμε καφέ κοντά στην Ακρόπολη πρέπει να το κατάλαβα για πρώτη φορά. Ή, μάλλον, όταν είχαμε βγει εκείνο το βράδυ και τελείωσα το δεύτερο ποτό με κοίταξες για λίγο στα μάτια κι εγώ ένιωσα εκείνο το βλέμμα ν’ αγγίζει την ψυχή μου. Δε μιλάω για τον έρωτα· αυτόν τον αισθάνθηκα πολύ νωρίτερα. Μιλάω γι’ αυτή τη μελαγχολία που υπήρχε πίσω από τα μάτια σου και μπήκε μέσα μου εκείνη τη στιγμή για να διαλύσει ό,τι εικόνα είχα γι’ αυτό τον κόσμο. Και, πραγματικά, δεν ήξερα αν έπρεπε να σου μιλήσω γι’ αυτό ή να αφήσω τη μελαγχολία σου να πλανιέται.

Κι έτσι την άφησα. Και κατάλαβα ότι αυτή η γλυκιά μελαγχολία αποτελεί κομμάτι σου. Και την αγάπησα -όπως ακριβώς ξεκίνησα ν’ αγαπώ κι εσένα· σιγά σιγά μα έντονα. Κι όταν ξεκίνησες να μου μιλάς, κι όχι με το στόμα, ξεκίνησα να διακρίνω την πηγή της και τότε όχι μόνο άρχισα να καταλαβαίνω, αλλά κυριότερα ξεκίνησα να σ’ αγαπώ περισσότερο με την ψυχή και λιγότερο με το στόμα.

Έτσι είναι, μάλλον, οι μεγάλοι έρωτες. Από μικρός τους διάβαζα στα βιβλία και τους οραματιζόμουν τραγικούς. Μα, εν τέλει, καταλαβαίνω πως δεν είναι τραγικοί· μονάχα ανθρώπινοι κι αληθινοί είναι. Κι η τραγικότητά τους -όταν υπάρχει και αν υπάρχει- έρχεται διότι δεν μπορούμε να τους διαχειριστούμε και σκίζουν την ψυχή μας, τη διαλύουν ολότελα, με σκοπό να γεννηθεί ξανά από την αρχή. Μας φροντίζουν οι έρωτες, δε μας καταστρέφουν. Μας μαθαίνουν να υπάρχουμε αλλιώς. Έμαθα, λοιπόν, αυτό που δεν περίμενα να μάθω -ή να νιώσω- ποτέ: ότι η κατανόηση δεν είναι στηριγμένη στον πόνο, αλλά στην αγάπη. Κι εγώ, ο χειρότερος στην κατανόηση, διδάχθηκα μέσα από αυτά τα μάτια ότι δε χρειάζεται να είμαι άλλος, ούτε να προσπαθώ ν’ αγαπώ περισσότερο. Φτάνει να υπάρχω και ν’ αγαπώ όπως μπορώ.

Κι αυτό είναι αρκετό. Ίσως περισσότερο από αρκετό κάποιες φορές. Κι όσα με τρόμαζαν στο παρελθόν, όσα με έκαναν να νιώθω μοναξιά, να γεμίζω με πόνο και να υποφέρω, τώρα μετατρέπονται σε αυτή τη γλυκιά μελαγχολία που είχαν τα μάτια σου εκείνες τις στιγμές. Κι αυτή η μελαγχολία, που με τρόμαζε επίσης, αποτελεί πλέον μια διέξοδο. Έχει αντικαταστήσει όλα όσα με κατέστρεφαν κι αποτελεί την πιο ήρεμη έκφραση των θλιμμένων μου σκέψεων.

Έτσι, σταδιακά, όχι μόνο έχω αγκαλιάσει τη μελαγχολία σου, αλλά πολύ περισσότερο έχω αγκαλιάσει τη δική μου. Κι έχω αποδεχθεί ότι δε θα φύγει ολοκληρωτικά, αλλά δε με ενοχλεί, ούτε με πονάει. Βιώνω την κάθε στιγμή όπως ακριβώς έρχεται κι αγκαλιάζω όλα μου τα συναισθήματα. Κι αν υπάρχει κάτι που ζηλεύω σε σένα και νιώθω ότι το χρειάζομαι, είναι αυτή η ηρεμία που υπάρχει μέσα στα μελαγχολικά μάτια σου. Αυτή η δύναμη που κρύβει το ήρεμο βλέμμα που τραντάζει ολόκληρη την ύπαρξή μου και μ’ αφήνει ν’ αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να μπορεί να είναι τόσο ικανός.

Δεν ξέρω, αλήθεια, αν είναι έτσι οι μεγάλοι έρωτες. Ξέρω μονάχα ότι αυτό που βιώνουμε δεν είναι κάτι μικρό. Ξέρω ότι θα μείνει χαραγμένο στη μνήμη μου, όπως ακριβώς θυμάμαι τα μελαγχολικά σου μάτια κάθε φορά πριν κοιμηθώ. Ξέρω ότι πάνω μου, μέσα μου, σε κάθε κύτταρο του σώματός μου αυτή τη στιγμή υπάρχει αυτή η απλότητα, η πανανθρώπινη δύναμη, η εκστατική λύτρωση· αυτό το συναίσθημα που δεν περιγράφεται κι όμως εγώ προσπαθώ με νύχια και με δόντια να περιγράψω.

Ξέρω πως θα υπάρχει η ατέρμονη, η σχεδόν τελετουργική, η πραγματική επιθυμία μου να σ’ ερωτεύομαι ολοένα και περισσότερο. Κι εσύ να κάθεσαι με τα μελαγχολικά σου μάτια και ν’ αντανακλάς τους λόγους που δεν μπορώ να σταματήσω να σ΄αγαπώ.

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου