Παιδιά που γεννήθηκαν κι έχασαν τη μητέρα τους, προτού καλά-καλά έρθουν στον κόσμο, άλλα παιδιά που έμαθαν να ζουν χωρίς αυτή από πολύ τρυφερές ηλικίες ακόμη κι άλλα που πρόλαβαν να πάρουν το πρώτο χάδι, τις πρώτες αγκαλιές, τα πρώτα ερεθίσματα που διαμόρφωσαν έως έναν βαθμό, ένα κομμάτι του χαρακτήρα τους. Όμως η απώλεια της μητέρας, σε όποια ηλικία κι αν επέλθει, δεν παύει να είναι ένα πολύ τραγικό γεγονός και μια απώλεια η οποία δεν μπορεί, παρά να έχει τεράστιο κόστος στη ζωή ενός ανθρώπου, πόσο μάλλον σ’ ένα παιδί, για το οποίο είναι καταλυτικός ο λόγος του φροντιστή στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του και τη συναισθηματική κάλυψη των αναγκών του. Μα το κυριότερο, την απεριόριστη και τόσο σημαντική αγάπη που στερείται στη ζωή του από το δυσάρεστο γεγονός κι έπειτα.

Ως συνήθως, ο άλλος γονιός μένει πίσω, σε μια προσπάθεια να καλύψει δύο ρόλους ως τον βαθμό που του επιτρέπει η ωριμότητα, η αντίληψη, αλλά και το κουράγιο που έχει απομείνει, βάζοντας τα δυνατά του έτσι ώστε να μπορέσει να κάνει την προσωπική του προσπάθεια προκειμένου τα παιδιά του να νιώσουν ασφάλεια, θαλπωρή, τρυφερότητα, φροντίδα κι αγάπη. Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που ενώ προσπαθούν να φέρουν εις πέρας τον νέο ρόλο τους, αλλά και τη νέα κατάσταση που πρέπει να διαχειριστούν, δεν τα καταφέρνουν και μένουν πίσω τα παιδιά παραμελημένα, συναισθηματικά αλλά και σε πρακτικό επίπεδο.

Η ίδια η απώλεια, μπορεί να οδηγήσει ένα παιδί σε βαθιά θλίψη, η οποία μπορεί να εκδηλωθεί με μια σειρά συναισθημάτων και συμπεριφορών. Τα παιδιά μπορεί να δυσκολεύονται να συμβιβαστούν με την απουσία, να βιώνουν συναισθήματα εγκατάλειψης και να κινδυνεύουν αργότερα να αναπτύξουν προβλήματα προσκόλλησης. Τα παιδιά μπορεί να παλεύουν με συναισθήματα μοναξιάς, άγχους και κατάθλιψης και μπορεί να δυσκολεύονται να κατανοήσουν και να επεξεργαστούν την απώλεια, ειδικότερα αν αυτή συμβεί σε μικρές ηλικίες. Η απουσία μητρικής φιγούρας μπορεί επίσης να επηρεάσει την ανάπτυξη των κοινωνικών δεξιοτήτων, οδηγώντας σε δυσκολίες στις σχέσεις και την επικοινωνία. Μπορεί να διαταράξει την αίσθηση ασφάλειας του παιδιού και να επηρεάσει την ικανότητά του να δημιουργήσει στενές σχέσεις αργότερα στη ζωή του.

Η απουσία της μητρικής φιγούρας, σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί να οδηγήσει τα παιδιά στην προσπάθεια ν’ αντικαταστήσουν με όποιο τρόπο τον ρόλο της. Αυτό βέβαια, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να έχει ως αποτέλεσμα μια διαρκή απογοήτευση κι ένα αίσθημα κενού. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που πολλά παιδιά δημιούργησαν ψυχικό τραύμα όταν τα ίδια μπήκαν στη διαδικασία να πιστέψουν πως βρήκαν ένα αντίγραφο της μητέρας τους εκεί έξω κι εν τέλει, όχι μόνο τον ρόλο της δεν μπόρεσαν ν’ αντικαταστήσουν, αλλά έκαναν και ζημιά στον εαυτό τους.

Ωστόσο, δεν είναι λίγες κι οι περιπτώσεις που με σωστή καθοδήγηση κι υποστήριξη κατάφεραν να συνεχίσουν τη ζωή τους, έχοντας ανθρώπους δίπλα τους που τα νοιάζονται, τα στηρίζουν, τα φροντίζουν, τους στέκονται. Που ανέπτυξαν μια επιπλέον υπεύθυνη στάση προς τις αποφάσεις ζωής, με οξυμένη τη συνειδητότητα, προκειμένου να μη δημιουργήσουν επιπλέον τραύματα στον εαυτό τους και του γύρω τους, ζώντας αρμονικά, μαζί με την απώλεια. Παιδιά που ίσως δε μεγάλωσαν με μητέρες της κοιλιάς, αλλά της καρδιάς. Παιδιά που είτε λέγονται ανίψια, είτε εγγόνια, είτε παιδιά του συντρόφου μας, έγιναν κομμάτι και προέκταση του ανθρώπου μας. Άραγε, πόσοι είναι έτοιμοι να αναλάβουν τέτοιου είδους ρόλους, τέτοιου είδους ευθύνες και πόσοι μπήκαν μέχρι τώρα στη διαδικασία αυτή, έχοντας συνειδητοποιήσει το μέγεθός τους;

Όπως και να ‘χει η απουσία της μητέρας είναι και θα είναι πάντα μια απώλεια που δεν αναπληρώνεται με κανέναν τρόπο, ένα τραύμα που υπάρχει και με βάση πολλές φορές την ευαλωτότητα της στιγμής επανεμφανίζεται. Υπάρχουν παιδιά που ως ενήλικες κατάφεραν να μην το κουβαλούν κι άλλα που δεν το ξεπέρασαν και δεν πρόκειται να το ξεπεράσουν ποτέ.

Ας κλείσουμε με μια προτροπή, για όσους έχετε ακόμα τις μητέρες σας: Πάρτε τις μια αγκαλιά και για εμάς που δεν την έχουμε πλέον στη ζωή. Αγκαλιάστε τη σήμερα, γιατί τελικά είναι το μόνο που έχουμε.

Συντάκτης: Δήμητρα Χατζηβασιλείου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου