«Τόσο καιρό περίμενα και επιτέλους το βρήκα. Αρχίζουν να φτιάχνουν όλα στη ζωή μου όπως φαίνεται. Μα κάτι με τραβάει πίσω από το να το χαρώ εντελώς. Κάτι δε μ’ αρέσει σε όλο αυτό. Είναι πολύ καλό για να ‘ναι αληθινό. Να δεις που η στραβή με περιμένει στην επόμενη γωνία και θα τα χάσω σε λίγο όλα».

Βρείτε μου έναν που να μη συνέβη έστω και μία φορά στη ζωή του κάτι παρόμοιο. Θες οι προηγούμενες καταστάσεις που μας έκαψαν ή μας πλήγωσαν; Θες δικές μας επιλογές που κατέληξαν εντελώς λάθος ή μας έβγαλαν έξω από τα νερά μας και χάσαμε την μπάλα; Διαλέγεις και παίρνεις και η λίστα δεν τελειώνει. Οι περισσότεροι έχουμε βρεθεί στη φάση να αμφιβάλλουμε για το καλό που μας βρήκε και να το ξεψειρίζουμε.

Αλλά για να λέμε και του στραβού το δίκιο, υπάρχουν κι αυτοί που κάπως το έχουν καταφέρει και μετά από πολλή προσπάθεια έπαψαν να ψάχνουν το «λάκκο» σε ό,τι ευχάριστο τους συμβαίνει κι απλώς το ζουν και το χαίρονται –τους ήρθε για να μείνει κιόλας, εξωπραγματικό θα λέγαμε.

Μα ας αφήσουμε αυτή την κατηγορία κι ας πιάσουμε την άλλη, την επικρατέστερη, αυτή που ανήκουμε οι περισσότεροι ενδεχομένως από εμάς όπου όταν μας βρίσκει κάποιος στην καλύτερη φάση της ζωής μας θα μας δει ταυτόχρονα τρομοκρατημένους, μη μας πάρει κανείς ό,τι απλόχερα μας δόθηκε.

Ίσως είναι φόβος, ίσως είναι αυτό που λέμε ένστικτο ότι και καλά κάτι αντιλαμβάνεται το μάτι κι οι αισθήσεις μας αλλά δεν είναι αρκετά ακόμα τα στοιχεία για να αποσταλούν στον εγκέφαλο και να δούμε τι είναι αυτό που χαλάει τη ζαχαρένια μας. Όμως, για να το δούμε από τη ρεαλιστική πλευρά του, είναι στην ουσία ο φόβος -άρα η ενέργεια- που προκαλεί τις συγκυρίες που τόσο θέλουμε να αποφύγουμε.

Θα έχετε ακούσει πολλάκις ότι το σύμπαν ξέρει τι κάνει και πως όλα για κάποιο λόγο γίνονται. Κι εγώ μαζί σας στο «για κάποιο λόγο γίνονται όλα» αλλά θα έλεγε κανείς πως εξαπατάμε τους εαυτούς μας όταν εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στο σύμπαν. Η ενέργειά μας είναι που καθορίζει το πώς θα δούμε και θα αντιληφθούμε τι μας συμβαίνει κι ίσως αυτό που εν τέλει θα ακολουθήσει. Κι όταν όλα μας πάνε καλά λέμε πως το σύμπαν γελάει όταν λέμε πως είμαστε ευτυχισμένοι ενώ στην πραγματικότητα οι ίδιοι δεν το πιστεύουμε εξ ολοκλήρου αν το καλοσκεφτούμε.

Έρχεται λοιπόν εκείνη η στιγμή που κοντεύουμε να σκάσουμε από τη χαρά μας, έρχονται όλα όπως κάποτε ευχόμασταν να έρθουν, συμβαίνουν τόσα καλά που δεν το χωράει ο νους μας. Κι εμείς; Εμείς ψάχνουμε το λάκκο, την «παγίδα» μέσα σ’ όλο αυτό.

Γιατί δεν μπορούμε να δεχτούμε το καλό έτσι όπως είναι, χωρίς να περιμένουμε από στιγμή σε στιγμή κάτι να στραβώσει αλλά παίρνουμε μάστερ στο να κάνουμε το αντίθετο –και μάλιστα με απίστευτη ευκολία;

Και το «αστείο» της υπόθεσης, είναι ότι τις περισσότερες φορές το κάνουμε συνειδητά, ξέρουμε ότι το προκαλούμε ή απλώς ονομάζουμε μια μικρή αναποδιά ένα καλό λόγο για να αποσυρθούμε και μετά το ξανακάνουμε και πάλι παραπονιόμαστε. Μαζοχιστικό πλάσμα δεν είναι επί το πλείστων ο άνθρωπος; Ε, κάπως έτσι, εξηγείται.

Προφανώς δε συμβαίνει πάντα και δε συμβαίνει σε όλους. Μιλάμε όμως για τις περιπτώσεις που συμβαίνει και το ξέρουμε ή το βλέπουμε στον εαυτό μας από μακριά και χρειαζόμαστε κάτι παραπάνω να το συνειδητοποιήσουμε. Στην ουσία η παγίδα βρίσκεται στην ίδια μας τη σκέψη. Ίσως από μόνο του το να ξεψειρίζουμε τις όμορφες συγκυρίες να είναι και το «δηλητήριο» που τις αφανίζει από προσώπου γης. Μας πιάνει το παράπονο και μετά μας γίνεται συνήθεια σε κάθε επόμενη φορά.

Βρίσκουμε το τέλειο και παρ’ όλα αυτά ξέρουμε πως το τέλειο δεν υπάρχει. Μας τρώει τα σωθικά η σκέψη αυτή στην προσπάθεια του φόβου να πάρει τον έλεγχο του εαυτού μας. Τίποτα ενδεχομένως να μην είναι τέλειο και ναι, είναι καλό σε πολλές περιπτώσεις να ψάχνουμε και να μαθαίνουμε κάθε πτυχή μιας κατάστασης αλλά μόνο στο σημείο που επιβάλλεται ως προς την ενημέρωση -να ξέρουμε απλώς τι μας γίνεται- και όχι σ εκείνο που μας κάνει ψυχωτικούς αφήνοντας το φόβο να πάρει τον έλεγχο.

Η ζωή είναι πιο όμορφη και πιο απλή από αυτό που θέλει ο φόβος να μας επιβάλει λόγω παλιότερων συγκυριών. Το θέμα είναι αν εσύ θέλεις να τη δεις. Θέλεις;

Μα μην αργείς. Σε περιμένει.

Συντάκτης: Μαρία Εφρεμίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου