Την ώρα που η μισή Ελλάδα παρακολουθεί φανατικά survivor η άλλη μισή στέλνει τα παιδιά της σχολείο κι αυτά δεν ξαναγυρνάνε ποτέ. Άντρες, γυναίκες πάνε στις δουλειές τους και δεν επιστρέφουν ποτέ σπίτια τους. Σπίτια διαλύονται, οικογένειες ξεκληρίζονται, παιδιά μένουν ορφανά. Κι όλα αυτά γιατί; Γιατί κάποιος, κάπου αποφάσισε γι’  αυτούς, χωρίς εκείνοι να έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους, χωρίς καν να το γνωρίζουν.

Τόσο απλά, τόσο δημοκρατικά. Σε μία χώρα που εφηύρε τον πολιτισμό, σε μία χώρα που γέννησε τη δημοκρατία, σε μία χώρα με τις πιο βαθιές ιστορικές ρίζες, με το απέραντο γαλάζιο κι έναν τεράστιο ήλιο πάνω απ’ το κεφάλι της, σε μία χώρα που αυτή τη χρονική στιγμή βάλλεται από παντού και περνάει ξανά δύσκολες εποχές, αντί να ενωθούμε και να γίνουμε ένα και σαν γροθιά να αντιμετωπίσουμε τις καταστάσεις γύρω μας, μηδενίζουμε και ξεχνάμε τα πάντα. Μα κυρίως ξεχνάμε να είμαστε άνθρωποι. Ξεχνάμε το σεβασμό απέναντι στο ίδιο μας το είδος.

Πότε προλάβαμε και καταντήσαμε έτσι; Γιατί το λες και κατάντια, όταν μέσα σε δευτερόλεπτα καταργείς τη ζωή ενός ανθρώπου. Καταργείς τη ζωή ενός μικρού παιδιού. Αυτά μας δίδαξαν οι γονείς μας κι οι παππούδες μας; Αυτά διδαχτήκαμε απ’ τα δεκάδες παραμύθια που μας διάβαζε η μαμά μας κάθε βράδυ; Τέτοιος ξεπεσμός.

Την ώρα που ένας ολόκληρος πλανήτης ορκίζεται στο όνομα της παγκόσμιας ειρήνης, η βία πάει κι έρχεται παντού γύρω μας. Ληστείες, δολοφονίες, ενδοοικογενειακή βία, βία ακόμα και στον αθλητισμό, βία στα σχολεία, απαγωγές, άνθρωποι χωρίς ταυτότητα στα αζήτητα. Κι όλα αυτά γιατί; Γιατί έχουμε τρελαθεί ή έχουμε χάσει πλήρως τη λογική μας; Αναρωτιέμαι, τι είναι αυτό που μας λείπει και συμπεριφερόμαστε κατά αυτόν τον τρόπο;

Κανείς δε θυμάται από πού ξεκίνησε. Κανείς δε θυμάται πώς έφτασε εδώ που έφτασε. Κι όμως έφτασε. Ζητάνε μια συγγνώμη μετά και θεωρούν ότι όλα έφτιαξαν. Τίποτα δε φτιάχνει όμως. Κανείς δεν επέστρεψε πίσω με μια συγγνώμη. Το θέμα είναι να μη χρειαστεί να ζητήσεις συγγνώμη. Το θέμα είναι να μη φτάσεις να τρέχεις σαν κυνηγημένος και να περνάς τις πόρτες των δικαστηρίων. Άπαξ και φτάσεις εκεί, πλέον είναι ήδη αργά. Κι όσο και να το μετανιώσεις το γυαλί δεν ξανακολλάει.

Πώς μπορείς να εξηγήσεις σε ένα μικρό παιδί ότι η μαμά του δε θα γυρίσει ποτέ ξανά σπίτι; Πώς μπορείς να εξηγήσεις σε έναν γονέα ότι δε θα ξαναδεί το παιδί του; Πώς μπορείς να εξηγήσεις σε κάποιον ότι ο σύντροφός του δε θα επιστρέψει ξανά; Πράγματα ανεξήγητα, τρομακτικά, που δεν τα χωράει ο ανθρώπινος νους. Κι όμως συμβαίνουν, παντού και καθημερινά. Και κανείς δεν κάνει τίποτα για να τα σταματήσει.

Κανείς δε σταματάει πλέον στο δρόμο όταν βλέπει ή όταν ακούει κάτι άσχημο. Τόσο πολύ έχουμε εξοικειωθεί στο θέαμα και στο άκουσμα τέτοιων καταστάσεων. Μοναδική μας αντίδραση, αφού έχει γίνει το κακό, είναι να γουρλώσουμε τα μάτια μας και να ψιθυρίσουμε «πώς έγινε αυτό;» δήθεν σοκαρισμένοι.

Κακά τα ψέματα, όμως, αισθανόμαστε ανακουφισμένοι σε κάθε άκουσμα γιατί αυτή τη φορά η βία δε χτύπησε τη δική μας πόρτα. Αισθανόμαστε μακριά από όλο αυτό. Ούτε που μας αγγίζει, θαρρούμε. Δεν έχουμε καταλάβει όμως ότι όταν καίγεται το σπίτι του γείτονα, σύντομα η φωτιά θα πλησιάσει και το δικό μας και πολύ πιθανόν να το κάψει μαζί με μας. Κι εύχομαι να μη χρειαστεί να το νιώσουμε για να το καταλάβουμε.

Συντάκτης: Φωτεινή Μαρκογιάννη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη