Ο Διογένης ο Κυνικός (ή Κύων), γνωστός και ως Διογένης ο Σινωπεύς, ήταν Έλληνας φιλόσοφος, γεννημένος στη Σινώπη του Πόντου περί το 412 π.Χ. (άλλοι τοποθετούν την γέννησή του το 399 π.Χ.) και ήταν ένας από τους κυριότερους εκφραστές και εκπροσώπους της Κυνικής Φιλοσοφίας, η οποία αποτελούσε περισσότερο διδασκαλία τρόπου ζωής παρά φιλοσοφικό σύστημα ερμηνείας της πραγματικότητας.

Το 370 π.Χ. εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και γνώρισε τον Αντισθένη, έναν από τους καλύτερους μαθητές του Σωκράτη, ιδρυτή της σχολής των Κυνικών Φιλοσόφων. Όπως έχει συμβεί αρκετές φορές στην ιστορία, ο μαθητής ξεπέρασε τον δάσκαλο σε φήμη, καθώς υιοθέτησε ολοκληρωτικά τον κυνικό τρόπο ζωής, αποτελώντας υπόδειγμα του φιλοσοφικού ρεύματος που εκπροσωπούσε.

Ίσως όλοι γνωρίζουν κάποιες από τις παροιμιώδεις ειρωνικές και χλευαστικές ατάκες του Διογένη σε τεράστιες προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος ή ο Φίλιππος. Αυτού του τύπου οι απαντήσεις, τα αστεία και τα λογοπαίγνια ήταν τα μέσα που χρησιμοποιούσε για τα διδάγματά του. Τα διδάγματα των κυνικών ταυτίζονταν σε αδρές γραμμές με την έννοια της λιτότητας, η οποία αποτελούσε το μέσο για την ενάρετη ζωή. Γενικώς οι κυνικοί φιλόσοφοι αδιαφορούσαν για τις κοινωνικά δημιουργημένες συμβάσεις, όπως χρήμα ή κοινωνική θέση, καθώς έρχονταν σε αντίθεση με τη λογική της φύσης και τα λοιδορούσαν ισοπεδωτικά. Οι φιλόσοφοι αυτής της σχολής πίστευαν πως η αρετή θα ερχόταν με την αυτάρκεια, τον περιορισμό των ακόρεστων θέλω και αναγκών. Κάποιοι εικάζουν πως ενδεχομένως οι κυνικοί και κυρίως ο Διογένης, να αποτελούσαν ένα είδος πρώιμων μινιμαλιστών.

Όλη αυτή την άποψη ο Διογένης όχι μόνο την πίστευε αλλά την έκανε και πράξη, ζώντας εξαιρετικά λιτά και με τα άκρως απαραίτητα. Ο κυνικός φιλόσοφος διατηρούσε ως κατοικία του ένα πιθάρι και γυρνούσε στους δρόμους την ημέρα με ένα φανάρι. Το περίεργο αυτό συνήθειο γέννησε ερωτήματα σε όσους τον έβλεπαν, οι οποίοι ρωτούσαν «γιατί κρατάς φανάρι την ημέρα;» και αυτός απαντούσε «αναζητώ τον άνθρωπο». Αυτή η απάντηση που αρχικώς μοιάζει ανόητη, έχει τεράστια ουσία και ζωτική επαφή με τα διδάγματα του κυνισμού. Ο Διογένης έψαχνε να βρει ένα ανθρώπινο ον, αλλά ισχυριζόταν πως έβλεπε μόνο απατεώνες και αχρείους.

Η δομή της κοινωνίας, σύμφωνα, με τον κυνισμό είναι που έχει διαφθείρει τον άνθρωπο, τον έχει απομακρύνει από την ουσιαστική εσωτερική καλλιέργεια και τον έχει ωθήσει στην εξύψωση των φαινομενικών επιθυμιών, οι οποίες πια τον καθιστούν δέσμιο και λειτουργό τους. Η κοινωνία του πλούτου και της εξουσίας δημιουργούσε κίβδηλους ανθρώπους κραδαίνοντας όλο και περισσότερο την τραχιά ακαλλιέργητη πτυχή τους, οι οποίοι ως στόχο είχαν το χρήμα και την απόκτηση εξουσιών με κάθε κόστος.

Η αποτροπή που αισθανόταν ο φιλόσοφος για τη ματαιοδοξία, τον υπερφίαλο πλούτο, την ανάγκη εξουσίας εκδηλωνόταν με ειρωνικά σχόλια και απαντήσεις σε όλες τις μεγάλες προσωπικότητες της εποχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η απάντησή του στην ερώτηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όταν ο Μακεδόνας του έστειλε ένα πιάτο κόκαλα λόγω του ότι ήταν σκύλος και ο Διογένης απάντησε αποστομωτικά «το δώρο είναι άξιο για σκύλο, αλλά καθόλου άξιο για Βασιλιά». Με αυτές του τις απαντήσεις προσπαθούσε να θίξει, προκαλώντας εντυπώσεις, τα κοινωνικά και ηθικά προβλήματα της εποχής του.

Οι Κυνικοί ήταν ολοκληρωτικά αντίθετοι προς οποιονδήποτε συμβατικό και επιβεβλημένο τρόπο ζωής, διότι πίστευαν πως αυτός δεν είναι ούτε ενάρετος ούτε φυσικός. Πίστευαν πως η εκάστοτε κοινωνία θέτει ως μέσο για την ευτυχία πράγματα ανίκανα να την προσφέρουν, όπως το χρήμα, η ομορφιά, η κοινωνική θέση, ο καθωσπρεπισμός. Οι φιλόσοφοι αυτής της σχολής περιφρονούσαν αυτές τις αξίες με τέτοιο τρόπο, ώστε κατηγορήθηκαν πως συμπεριφέρονταν στους υπολοίπους με ένα περιφρονητικό αίσθημα ανωτερότητας. Και αυτή η άποψη δεν είναι εντελώς απόμακρη από την σημερινή κοινωνική πραγματικότητα, η οποία συντάσσει φαινομενικούς κόσμους ευτυχίας για όλους.

Όμως, οι άνθρωποι σήμερα μοιάζουν αδύναμοι να αμφισβητήσουν την επιβεβλημένη ευτυχία, γιατί απουσιάζει μία αναγκαία γνώση. Ο Αντισθένης υποστήριζε πως «η πιο αναγκαία γνώση είναι να ξε-μάθει κανείς τις κακές συνήθειες». Βασική προϋπόθεση για να καταφέρει κανείς να ξεφύγει από τα επιβεβλημένα πρότυπα, είναι να μάθει αρχικά να τα αμφισβητεί και ύστερα να τα απομακρύνει από τον ατομικό του κόσμο. Μόνο έτσι θα φτάσει να δημιουργήσει την πραγματική, ουσιαστική και ταιριαστή γι’ αυτόν κατάσταση ευτυχίας.

Οι Κυνικοί όντως είχαν μάθει πώς να αντιτάσσονται στον συμβατικό τρόπο ζωής και το έκαναν έμπρακτα και ίσως πολλές φορές υπερβολικά. Κάποια μέρα στην αγορά της Αθήνας, μάλλον, ο Διογένης περνούσε χρόνο με τον εαυτό του αμέριμνος και χαλαρός μέσα στο πιθάρι του. Τότε, ένας περαστικός που τον είδε τον κατηγόρησε για την ανηθικότητά του, με τον φιλόσοφο να απαντά «μακάρι φίλε μου να μπορούσα να ικανοποιήσω και την πείνα μου, απλώς χαϊδεύοντας την κοιλιά μου». Για τον φιλόσοφο μόνο η ικανοποίηση των φυσικών αναγκών είναι ικανή να οδηγήσει στην ευτυχία και καμία σωματική ανάγκη δε θεωρείται ανήθικη, καθώς όλες είναι δημιούργημα της φύσης.

Το περιστατικό, πέρα από αστείο και ακραίο, αποτελεί την έμπρακτη περιφρόνηση του φιλοσόφου προς το κοινωνικό και αξιακό σύστημα της εποχής. Επίσης, η απάντησή του δείχνει την ευχή του φιλοσόφου για έναν κόσμο, στον οποίο όλα παρέχονται από τη φύση, χωρίς την ανάγκη του υλικού φαινομενικού ευδαιμονισμού που κρατά τον άνθρωπο δέσμιο και τον απομακρύνει από άριστη πτυχή του εαυτού του.

Οι κυνικοί φιλόσοφοι αρνούνταν πολιτισμό και νόμους, ως δημιουργήματα των ανθρώπων που αντιτίθενται στο αντικειμενικό βάρος της φύσης για την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο Διογένης λοιπόν, χωρίς να έχει δημιουργήσει οικογένεια από επιλογή, είχε την τόλμη να θεωρεί τον εαυτό του «πολίτη του κόσμου» σε μία εποχή έντονου πατριωτισμού, ήταν ο αμφισβητίας που έκανε πασίγνωστα τα διδάγματα του κυνισμού με την εκκεντρική του συμπεριφορά. Ίσως ένας από τους πρώτους αντικομφορμιστές, έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης κι αγάπης από τους Αθηναίους, για την ετοιμότητα λόγου, την ευφυΐα του και τον σκληρό αλλά συνάμα ειλικρινή τρόπο που έψεγε πάντα τα κακώς κείμενα της κοινωνίας του καιρού του.

Συντάκτης: Γιώργος Σαρδέλης
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου