Στην περίπτωση που σκέφτεσαι να κάνεις ένα ταξίδι στη Νορβηγία, ενδεχομένως να μην είναι στους προορισμούς σου το χωριό Kyrksæterøra. Μιάμιση ώρα από την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, το Trondheim κι εξίμιση ώρες από την πρωτεύουσά της, το Oslo, το χωριό αυτό όπως και κάθε άλλο νορβηγικό χωριό της ίδιας δυναμικής, φαντάζει στην άκρη του πουθενά. Πρέπει πραγματικά να πας συστημένος ή με έναν πολύ συγκεκριμένο στόχο στο μυαλό σου, ώστε να μπεις στη διαδικασία να αλλάξεις δύο αεροπλάνα και ένα υπεραστικό λεωφορείο για να φτάσεις εκεί.

 

 

Κι όμως, το Kyrksæterøra, που ποτέ δε θα μάθεις να το προφέρεις σωστά –ακόμα κι αν επί μία εβδομάδα το άκουγες από τους ντόπιους– δεν είναι ούτε τόσο μικρό ούτε τόσο ασήμαντο όσο ακούγεται. Απλώνεται σε μια έκταση 560 στρεμμάτων και πληθυσμού 2.500 κατοίκων. Στα παλαιότερα χρόνια ήταν γνωστό κι ως «η λευκή πόλη» γιατί, κάποτε, υπήρχαν μόνο λευκά σπίτια εκεί. Κάποτε, επίσης, υπήρχε εργοστάσιο υποδημάτων, ναυπηγείο, βιοτεχνία ξυλείας κι ένα εργοστάσιο επεξεργασίας ψαριών. Βομβαρδίστηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου κι εκεί, οι Ναζί διατηρούσαν στρατόπεδο κράτησης Ρώσων αιχμαλώτων. Το εκτενέστατο όνομα του χωριού παραπέμπει ταυτόχρονα στο όνομα του ποταμού που το διατρέχει και στη λέξη «εκκλησία» καθώς εκεί χτίστηκε η πρώτη, όπως επίσης και στο χαρακτηριστικό του χωριού που είναι τα λιβάδια και τα βοσκοτόπια.

 

 

Ωστόσο, δεν είναι η ιστορία του χωριού που συναρπάζει, όσο ο εντελώς ανοίκειος και ξένος προς έναν Έλληνα ταξιδιώτη τρόπος ζωής, που είναι αποτέλεσμα της ηρεμίας και της ασφάλειας που αποπνέει ο τόπος, των καιρικών συνθηκών, των ισχυρών οικογενειακών παραδόσεων και μιας γενικότερης οικονομικής άνεσης που έχουν οι περισσότεροι κάτοικοι εκεί.

Οι «Kyrksæterør-ίτες» είναι σίγουροι ότι όλα θα πάνε καλά. Και κατά τη διάρκεια της ημέρας και σε όλη τη ζωή τους. Απόλυτα εξοικειωμένοι με όλα τα είδη χιονιού κι αποφασισμένοι ότι κανένα ακραίο καιρικό φαινόμενο δε θα αλλάξει την καθημερινότητά τους, φοράνε τις αντιολισθητικές τους μπότες με ειδικά επιπρόσθετα εξαρτήματα από κάτω για το χιόνι, τα δύο τρία εσωθερμικά κολάν τους και ξεκινάνε με ηρεμία τη δουλειά τους, ενώ ακόμα έξω είναι νύχτα. Στις έξι εφτά το βράδυ θα συγκεντρωθούν γύρω από το τραπέζι, χωρίς όμως να κάνουν υπερβολές. Σούπα ή κάτι σε κρέας πάντα συνοδευμένο με λαχανικά κι ένα ποτήρι κρασί . Και μετά αρχίζει το καλύτερο. Διότι, από τις έξι και μετά, αναγκαστικά χαλαρώνεις στο σπίτι διαβάζοντας ένα βιβλίο, σερφάροντας στο ίντερνετ ή παρακολουθώντας εκπομπές στην τηλεόραση, οι οποίες αντιστοιχούν στα τηλεοπτικά προγράμματα που μπορεί να βλέπαμε στις ελληνικές τηλεοράσεις τις δεκαετίες του 1990 και 2000.

 

 

Θεωρούν ότι για εμάς τους μεσογειακούς λαούς, αυτό το διάστημα της ημέρας μέχρι και τον βραδινό ύπνο είναι βασανιστήριο να το ζεις εκεί, σε κοιτάζουν τουλάχιστον με λύπηση και με απόγνωση που δεν μπορούν και δεν ξέρουν πώς να σε βοηθήσουν ώστε να έχεις ένα πιο ενδιαφέρον και συναρπαστικό βράδυ. Πού να ΄ξεραν ότι θα έδινες τη μισή σου περιουσία για δύο τέτοια βράδια στη δική σου «νοτιοευρωπαϊκή» εβδομάδα; Που, στο τέλος της ημέρας, μετά από λίγα ποτήρια κρασί, σοκολατένιες λιχουδιές, δύο επιτραπέζια και λίγη τηλεόραση όπου φυσικά δεν καταλαβαίνεις γρι νορβηγικά, θα πας στο κρεβάτι με μία πρωτοφανή αίσθηση ξεκούρασης!

 

 

Αντιθέτως με το βράδυ, η πόλη το πρωί είναι ζωντανή. Ήρεμη, αλλά ζωντανή. Το σχολείο τους δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από σχολεία μεγαλουπόλεων, ίσα ίσα, τα δεύτερα έχουν να διδαχτούν πολλά από το σχολείο της Kyrksæterøra με κύριο και βασικό την ηρεμία, αλλά και την απενοχοποίηση αντικειμένων και συμπεριφορών που δυστυχώς στην Ελλάδα θα μας πάρει πολύ καιρό να καταφέρουμε, όπως π.χ. ελεύθερη χρήση κινητών στα σχολεία ή η χρήση του ενικού στους καθηγητές. Τα παιδιά μετά το σχολείο θα πάνε στο κολυμβητήριο, στο γήπεδο, στο γυμναστήριο, στο ωδείο, στη βιβλιοθήκη χωρίς τον βραχνά της μελέτης για την αυριανή μέρα. Κατά τ’ αλλα, ηρεμία παντού: στα mini market, στην τράπεζα, στους δρόμους. Όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους και αλληλοσχολιάζονται όχι με την κακοπροαίρετη διάθεση του κουτσομπολιού αλλά με ψήγματα γνήσιου ενδιαφέροντος για το πρόβλημα του άλλου.

 

 

Αν αποφασίσεις να κάνεις τον γύρο του χωριού, μέσα σε μια ώρα τα έχεις δει όλα και μπορείς με περπάτημα μισής ώρας να βρεθείς στο διπλανό χωριό. Όμως, δε χορταίνεις να τα βλέπεις ξανά και ξανά. Η γωνιά του κεντρικού καφέ θυμίζει γαλλικό μπιστρό κι είναι πάντα χριστουγεννιάτικα στολισμένο. Το βράδυ τα φωτάκια των σπιτιών του χωριού μέσα στο χιόνι συνθέτουν εικόνα έτοιμη για καρτ ποστάλ, ενώ στη μέση ξεπροβάλλει η πανύψηλη εκκλησία τους με τη μυτερή κορυφή και το νεκροταφείο δίπλα της, τα μόνα στοιχεία που ίσως κάνουν το τοπίο λίγο πιο μυστηριώδες και «στοιχειωμένο». Για να περάσει η ώρα πηγαίνεις σε ένα υποτυπώδες εμπορικό κέντρο που αποτελείται από ένα πολύ χουχουλιάρικο καφέ, ένα σούπερ μάρκετ, ένα μαγαζί ένδυσης αποκλειστικά με ρούχα για σκι και χιόνια κι ένα μαγαζί που διαθέτει και ρούχα για πιο επίσημες περιστάσεις. Παρατηρείς τον κόσμο γύρω σου, η ίδια ηρεμία.

Στο πρόγραμμα, μπορείς να εντάξεις κι ένα roadtrip στα φιορδ της περιοχής. Τοπία αχανή, τοπία επαναλαμβανόμενα μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου, χωρίς όμως να σε κουράζουν ούτε στο ελάχιστο. Ένας ανοιχτός ορίζοντας ανοίγεται μπροστά σου και σε καλούν οι ντόπιοι να τον ανακαλύψεις με ένα θερμός καφέ, τοστάκια και σοκολάτες για να βγει η μέρα. Στη δική μας περίπτωση, η επικεφαλής της ομάδας μάς έδειξε το εξοχικό της, ένα ξύλινο μικρό σπιτάκι που πραγματικά ήταν ο ορισμός του ησυχαστηρίου, ενώ μετά μας ξενάγησε και σε ένα νορβηγικό οχυρό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

 

 

Ένα ταξίδι στην Kyrksæterøra είναι ένα ταξίδι αντιθέσεων. Την ημέρα προσπαθείς να ζεσταθείς γύρω από μια φωτιά σε ένα καταφύγιο στο βουνό και το βράδυ φοράς τα καλά σου και παίρνεις το δείπνο σου με κοντομάνικο φορεματάκι και τις καλές σου γόβες σε ένα σαλόνι που έχει θέα όλο το χωριό, καταλήγοντας να παίζεις παντομίμα με τη λέξη «οργ@σμός» με ανθρώπους που πριν μια ώρα δεν τους ήξερες. Και χωρίς να το ξέρεις, τους ερωτεύεσαι κι αυτούς και το μέρος.

 

 

Αν είσαι τυχερός όπως εγώ, την παραμονή της αναχώρησής σου, θα πετύχεις τον εορτασμό από τη Γιορτή της Μητέρας. Οι Νορβηγοί, τη γιορτάζουν με όλη τη σημασία της λέξης. Όποια ηλικία και να έχουν, επισκέπτονται τους γονείς τους φέρνοντας λουλούδια, σοκολατάκια κι όλα τα αδέλφια κάθονται μαζί με τη μητέρα τους και πίνουν τσάι λέγοντας τα νέα τους. Θυμίζει τις δικές μας επισκέψεις στους συγγενείς, όταν μας πίεζαν να βάλουμε τα καλά μας ένα κυριακάτικο απόγευμα. Μόνο που εμείς το βλέπαμε αγγαρεία, ενώ αυτοί τη συγκεκριμένη περίσταση τη ζουν ως δώρο. Και μόλις γυρίσουν από τη δική τους μητέρα, τότε δέχονται βιντεοκλήση από τα δικά τους παιδιά που βρίσκονται μακριά, αλλά παίρνουν για να ευχηθούν.

Το συγκεκριμένο, είναι από τα ταξίδια που σε γεμίζει εμπειρίες αλλά τις περισσότερες τις εκτιμάς μετά. Από την Kyrksæterøra φεύγεις με μια μεγάλη δόση ευγνωμοσύνης για τη φιλοξενία, θαλπωρής, απίστευτης γαλήνης αλλά κι απορίας. Απορία για το πόσα διαφορετικά νοήματα μπορεί να πάρουν τελικά, δύο και μόνο λέξεις: Ποιότητα και Ζωή.

Συντάκτης: Σοφία Ρηγοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου