Ντροπή και χρήματα, δύο έννοιες στενά συνδεδεμένες στην καθημερινότητά μας. Η οικονομική ντροπή είναι ένα επώδυνο αίσθημα, είτε αμηχανίας είτε δυσφορίας, που προκαλείται από πτυχές της οικονομικής μας ζωής. Γύρω μας, συναντάμε διάφορες μορφές οικονομικής ντροπής. Μερικοί άνθρωποι νιώθουν ντροπή που δεν έχουν τόσα χρήματα όσα άλλοι άνθρωποι στην ηλικία τους, ενώ άλλοι νιώθουν ενοχές που έχουν πάρα πολλά. Ανάμεσά μας υπάρχουν άνθρωποι που, με σκληρή δουλειά ή από οικογενειακό προνόμιο, έχουν μια οικονομική άνεση την οποία ντρέπονται να δείξουν στον ευρύ κόσμο. Γιατί ένας άνθρωπος που ζει μια άνετη ζωή, μπορεί να ντρέπεται γι’ αυτό;

Αρχικά, η νοοτροπία που αποκτήσαμε από την οικογένειά μας όσο μεγαλώναμε, έπαιξε τον ρόλο της. Γαλουχηθήκαμε με τη σκέψη ότι, για να έχει κάποιος χρήματα, συνήθως πρέπει να έχει παρανομήσει, να έχει φοροδιαφύγει ή να έχει η οικογένειά του «έτοιμα λεφτά», που συνήθως αφορούσαν προϋπάρχουσα έσοδα από κάποια επιχείρηση, ακίνητα, χωράφια κ.α. Η νοοτροπία αυτή πέρασε ακόμη και σε οικογένειες με οικονομική άνεση.

Άνθρωποι που διαθέτουν χρήματα, περνούν από την επίδειξη πλούτου στην απόλυτη ενοχή για την άνετη οικονομικά ζωή τους, για να μην τους θεωρήσουν ύποπτους ή για να μην τους κακοχαρακτηρίσουν οι υπόλοιποι για το lifestyle τους. Σαφώς, ενίοτε το χαμηλό προφίλ οφείλεται και σε κοινωνική ευαισθησία και τη σκέψη να μην προβείς σε show off για το πού ταξίδεψες τις γιορτές ή που αγόρασες ένα ρούχο, ενώ ο μέσος άνθρωπος στη χώρα δεν μπορεί να ανταπεξέλθει οικονομικά για τα βασικά.

Σε διαφορά βίντεο/post στα social media που απεικονίζονται άνθρωποι που περιγράφουν την επιτυχία της start-up επιχείρησής τους, θα δούμε κατακριτέα σχόλια -να μην αναφέρουμε τις βρισιές- με πιο έντονα αυτά περί των χρημάτων του μπαμπά, τις β@ζιτες, της ευκολίας με την οποία αποκτήθηκαν και πάει λέγοντας. Αρκετοί άνθρωποι αποδεδειγμένα -με βάση το δείγμα των social media-, δεν μπορούν να δεχθούν ότι κάποιος έβγαλε χρήματα μόνος του, χωρίς να έχει άνεση από πριν, ή χωρίς να έχει δράσει ανήθικα, παράνομα ή βίαια. Ως αποτέλεσμα, ένας άνθρωπος με οικονομική άνεση, διαβάζοντας τέτοια σχόλια στα social media, αποκτά κάτι ανάγκη άμυνας και θέλοντας να προστατεύσει τον εαυτό του από επιπλέον σχόλια, φτάνει στο σημείο να κρύβεται ή να παριστάνει πως ζει μια διαφορετική ζωή, πιο κοντά στον μέσο όρο.

Το ίδιο παρατηρείται και σε φιλανθρωπικά posts που αναφέρονται δωρεές, αρκετά διάσημων ανθρώπων. Στα σχόλια βλέπουμε αρνητικές αντιδράσεις, ακόμη και για μεγάλα ποσά που ανά διαστήματα δωρίζονται. Υπάρχουν πολλοί που θα σχολιάσουν το ποσό της δωρεάς συγκριτικά με τα συνολικά έσοδα του δωρητή, μειώνοντας τη σημαντικότητα της πράξης αυτής ή τονίζοντας πως εφόσον δημοσιοποιείται, παύει να έχει ειλικρινή πρόθεση.

Ένας ακόμη λόγος είναι η «ενοχή του επιζήσαντα». Περιπτώσεις ανθρώπων που μέσω της δουλειάς τους πέτυχαν οικονομικά ή ακόμη κι ανθρώπων που μπορεί να κέρδισαν σε κάποιο τυχερό παιχνίδι, δεν μπορούν να χαρούν την οικονομική επιτυχία τους, γιατί νιώθουν ενοχές απέναντι στους υπόλοιπους. Όταν ο περίγυρος, δυσκολεύεται να καλύψει τις βασικές του ανάγκες, είναι άβολο να συζητάς για ταξίδια ή νέες αγορές.

Στο φαινόμενο των ενοχών, συγκαταλέγονται κι ενήλικες που μεγάλωσαν σε μια οικογένεια με οικονομική άνεση. Και δε μιλάμε για Κροίσους και μεγιστάνες, μα κάτι πολύ μικρότερης κλίμακας από αυτό. Τα παιδιά που προέρχονται από οικονομικά άνετες οικογένειες, συχνά νιώθουν ανάξια που είχαν την «τύχη» να μεγαλώσουν σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα χρήματα σε αυτή την περίπτωση, μοιάζουν περισσότερο με παροχή βοήθειας. Όταν νιώθουμε ότι δε χρειάστηκε να κάνουμε τίποτα για να κερδίσουμε τη θέση μας στην κοινωνία, τότε μπορεί να νιώσουμε ότι κλέψαμε τη σειρά μας στην κορυφή, την ώρα που άλλοι πασχίζουν να ανέβουν ένα σκαλί. Τέλος, είναι κι η ανάγκη να ανήκεις. Να χαθείς μέσα στον μέσο όρο και να νιώσεις «φυσιολογικός», έτσι ώστε να εκτιμηθείς για την προσωπικότητα και τα χαρίσματά σου, αντί για την οικονομική σου άνεση.

Υπάρχει γενικότερα ένα ταμπού γύρω από τη συζήτηση περί χρημάτων. Μαζί με το σ3ξ, τη θρησκεία και την πολιτική, οι κουβέντες για τα οικονομικά μπαίνουν κάτω από το μεγάλο χαλί, κρυμμένες πίσω από αμήχανα, βηξίματα και γελάκια. Τα χρήματα είναι μια απαγορευμένη ζώνη, μια συζήτηση που αποφεύγουμε και προκύπτει από τη λανθασμένη πεποίθηση ότι ο πλούτος ισούται με την αξία. Η ιδέα ότι όσο περισσότερα κερδίζουμε, τόσο σημαντικοί είμαστε. Στη Σκανδιναβία, υπάρχει ένας ευρέως χρησιμοποιούμενος κανόνας, γνωστός ως Jantelagen. Πρόκειται για την ιδέα ότι δεν πρέπει ποτέ να θεωρείτε τον εαυτό σας καλύτερο από οποιονδήποτε άλλον και ότι είναι λάθος να φέρνετε τον εαυτό σας σε μια θέση όπου μπορεί να σας θεωρούν ανώτερο ταξικά. Γι’ αυτό οι σκανδιναβικές κοινωνίες είναι αρκετά κρυψίνοες απέναντι στον πλούτο και τα χρήματα.

Η οικονομική άνεση που έχει κάποιος, δε θα έπρεπε να είναι κατακριτέα. Κανείς δε θα έπρεπε να νιώθει άσχημα για την οικονομική κατάστασή του, πόσω μάλλον να μην είναι ο εαυτός του για να μην προκαλέσει θυμό, οργή και ύβρεις. Ας αρχίσουμε να είμαστε πιο δεκτικοί σε συζητήσεις περί χρημάτων κι ίσως αρχίσουμε να νιώθουμε λίγο πιο άνετα να συζητάμε και τα υπόλοιπα κοινωνικά «άβολα» θέματα. Υπάρχουν σίγουρα άνθρωποι με καλύτερες ή χειρότερες οικονομικές συμπεριφορές από εμάς. Αλλά, ενώ η ντροπή μπορεί να παρακινήσει τους ανθρώπους να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους, όταν ντροπιάζουμε τους άλλους, το μόνο που κάνουμε είναι να κλείνουμε τη συζήτηση και να μεγαλώνουμε το χάσμα μεταξύ μας.

Συντάκτης: Γεωργία Καλίτση
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου