Κάπου ανάμεσα στην πίεση της καθημερινότητας του χειμώνα, με υποχρεώσεις και διαβάσματα, υπάρχουν τρεις μαγικές λεξούλες· Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος.

Πάντα μου άρεσε να ζω στην πόλη και ποτέ δεν εκτιμούσα ιδιαίτερα το καλοκαίρι. Ανατρέχοντας όμως στην παιδική και εφηβική μου ηλικία, ό,τι πιο ξέγνοιαστο και ανέμελο έχω να θυμάμαι ανήκει στα καλοκαίρια του χωριού.

Τα καλοκαίρια στο χωριό είναι μια όαση συνυφασμένη με γέλια, παιχνίδι, αγαπημένους φίλους και συγγενείς που αν και βλέπεις μια φορά το χρόνο, είναι σα να μη χωρίσατε ποτέ. Στο χωριό είσαι πιο πολύ ο παραμελημένος εαυτός σου, είσαι πιο ελεύθερος να κάνεις ό,τι αγαπάει η ψυχή σου, ειδικά όταν οι παππούδες σου δε σου χαλάνε ποτέ χατίρι. Συναντάς λοιπόν άτομα που ξέρεις ήδη ή σημαντικότερα άτομα που εύχεσαι να γνώριζες λίγο καλύτερα.

Κάθε χρόνο μετράς αντίστροφα τις μέρες που απομένουν μέχρι να δεις το άτομο εκείνο που βρίσκεστε σταθερά μια φορά το χρόνο, κι ακόμη κι αν δεν έχει ειπωθεί ποτέ, οι δύο σας έχετε άτυπο ραντεβού στην πλατεία. Κορναρίσματα και φωνές για να ειδοποιήσεις τους πάντες για την διέλευσή σου, μα κυρίως εκείνον που ελπίζεις να έχει φτάσει πρώτος και ν’ αγωνιά το ίδιο με σένα για το πότε θα σε δει. Σκέφτεσαι αν και πόσο έχει αλλάξει, αν σε σκεφτόταν το χειμώνα που πέρασε και σε τι φάση βρίσκεται στη ζωή του γενικότερα ένα χρόνο μετά τη τελευταία φορά που τον είδες.

Μπαίνοντας στο σπίτι, αφήνεις βιαστικά τις βαλίτσες σου και ξεκινάς να σφιχταγκαλιάζεσαι με φίλους και ξαδέρφια, ενώ παράλληλα βάζεις τα άνετα παπούτσια σου για να πας στο πρώτο must σημείο συνάντησης: την αλάνα. Εκεί τα κορίτσια κάθονται στα πεζούλια, συζητούν τα πάντα για το χειμώνα, ενώ κυρίως σχολιάζουν, παρατηρούν και κρυφά λιώνουν για κάποιο απ’ τα αγόρια που μαζεύτηκαν για να παίξουν μπάσκετ.

Κι εκείνοι απ’ τη μία έχουν μαζευτεί για το παιχνίδι, κι απ’ την άλλη ήρθαν για να βεβαιωθούν πως θα δούνε με την άκρη του ματιού τους εκείνη που περίμεναν. Κορδώνονται δε, με κάθε έξτρα καλάθι που βάζουν σε σχέση με πέρσι, επιδεικνύοντας πόσο πιο δυνατοί έγιναν. Λόγω παιδικότητας, ντροπής αλλά και λίγου εγωισμού, δε θα χαιρετηθούν αμέσως, ίσως και καθόλου σ’ αυτή την πρώτη συνάντηση· όμως τα μάτια τους θα συναντηθούν εσκεμμένα και μη, θα χαζογελάσουν και θα πουν με το δικό τους τρόπο το «χάρηκα που ήρθες και φέτος».

Μετά από αρκετές ώρες, γυρνάνε σπίτι για το λατρεμένο φαγητό της γιαγιάς, μπάνιο και καλλωπισμό, καθώς ακολουθεί το δεύτερο και βασικότερο μέρος για να σπάσει ο πάγος της πρώτης επαφής. Η συνάντηση στο μοναδικό καφενείο- καφετέρια του χωριού είναι το μέρος που αγόρια και κορίτσια γίνονται μια παρέα κι έτσι μπορούν να μιλήσουν και να έρθουν λίγο πιο κοντά. Κι αφού κατέβουν, πιάνουν το μεγαλύτερο τραπέζι κι αρχίζουν οι συζητήσεις μέχρι πρωίας.

Οι δύο ενδιαφερόμενοι δειλά-δειλά πλησιάζονται, αλλά δε θα πουν ό,τι κι οι άλλοι. Αρκούνται στο «πώς είσαι;», «πώς ήταν η χρονιά στην πόλη σου;», αλλά γρήγορα ξεκόβουν από τα πειράγματα των υπολοίπων. Μετά τα μεσάνυχτα που θα αραιώσει η παρέα των παππούδων απ’ τα διπλανά τραπέζια, φεύγουν με απόκλιση ενός τετάρτου κρατώντας από μια μπίρα, και βρίσκονται μόνοι στην πλατεία που είναι άδεια τέτοιες ώρες. Μένουν για λίγο σιωπηλοί, παρατηρούν κάποιες μικρές αλλαγές στο πρόσωπο, στο στυλ και στη συμπεριφορά τους.

«Ομόρφυνες» και «άλλαξες» είναι οι λέξεις που θα πούνε ο ένας στον άλλο και αφού πια μεγάλωσαν από πέρσι, ανταλλάσσουν κι ένα φιλί που το περίμεναν δυο καλοκαίρια τώρα. «Σε περίμενα» θα πει εκείνος, κι εκείνη γνέφει καταφατικά, όχι μόνο γιατί πρακτικά μένουν μακριά, αλλά γιατί μέσα σε λιγότερο από τρεις μήνες ζούνε όλη τη συναισθηματική ένταση που άλλοι ονειρεύονται ένα χειμώνα, μια ζωή. Κάθε μέρα επιδιώκουν συναντήσεις μαζί με τους άλλους, ξεκλέβοντας και κάποιες ώρες μακριά από αδιάκριτα βλέμματα που τους περιορίζουν. Ζούνε τις στιγμές αυτές στο έπακρο γιατί γνωρίζουν πως σύντομα θα έχουν ημερομηνία λήξης, μέχρι τον επόμενο χρόνο τουλάχιστον.

Οι έρωτες του χωριού είναι μια κατηγορία από μόνοι τους. Είναι κάτι ανάμεσα σε πραγματικό και ανεκπλήρωτο έρωτα κι ακριβώς γι’ αυτό είναι ξεχωριστοί. Αφενός είσαι πολύ μικρός για να αψηφήσεις αποστάσεις και να μπορέσεις πρακτικά να διατηρήσεις τη σχέση αυτή όλο το χρόνο, αφετέρου και να μπορείς, δε θέλεις, γιατί αυτό το έντονο μυστήριο, το μαγικό, το αλλιώτικο που έχει αυτή η σχέση μπορεί και να χαθεί αν δεν υπάρχει η προσμονή.

Συνήθως οι έρωτες του χωριού λήγουν άδοξα, και μετά από χρόνια βλέπεις το άτομο που έκανε τα καλοκαίρια σου αξέχαστα να είναι αλλού, να έχει σχέση, ή ακόμη οικογένεια και παιδιά. Αυτό που δεν αλλάζει είναι η αθώα ανάμνηση των συναισθημάτων που σου προκάλεσε. Μπορεί βέβαια να είσαι τυχερός και να θέλετε κι οι δύο να το συνεχίσετε, και ποιος ξέρει;

Ίσως κάποια στιγμή να είστε μαζί χειμώνα-καλοκαίρι, σε πόλη και χωριό.

 

Συντάκτης: Νάντια Γιαννέλου