Ξημερώνει, το τασάκι μου όπως πάντα γεμάτο αποτσίγαρα. Οι σκέψεις κάνουν εκκωφαντικό θόρυβο μέσα στο μυαλό μου. Δεν μπορώ να ησυχάσω, το ένστικτο μιας γυναίκας δεν πέφτει ποτέ έξω.

Ξέρω ότι την σκέφτεσαι ακόμα, η σκέψη σου σε προδίδει και γυρίζει ακόμα σε εκείνη, ακόμα και τώρα που βρίσκεσαι γυμνός στο κρεβάτι μου. Σκέφτομαι πως δε θα με κοιτάξεις ποτέ όπως κοίταζες εκείνη, δε θα μπορέσω ποτέ να πάρω τη θέση της μέσα στο μυαλό σου.

Οι πληγές που σου άφησε δεν κλείνουν κι αυτό δεν μπορείς να το κρύψεις πια. Η έλλειψή της πάντα θα περιπλανάται στο κενό κι αυτό το κενό δεν μπορώ να το γεμίσω εγώ ούτε και καμιά άλλη. Το νιώθω στον τρόπο που με κοιτάς, στον τρόπο που με αγγίζεις, τα λόγια περισσεύουν.

Ξέρω τι σημαίνει η εικόνα στο μυαλό σου να είναι δυνατότερη απ’ την πραγματικότητα, να εύχεσαι το όνειρο να μπορούσε να αποκτήσει σάρκα κι οστά για να μπορέσεις να ζήσεις το ανυπόστατο ξανά, έστω και στιγμιαία. Ξέρω τι σημαίνει να σε στοιχειώνουν τα φαντάσματα του παρελθόντος, μα κάποια στιγμή πρέπει να πάρεις την απόφαση να τα απαρνηθείς και να προχωρήσεις. Δε γίνεται αλλιώς. Αυτό έκανα κι εγώ όταν αποφάσισα να ζήσω μια καινούργια αρχή μαζί σου.

Σε κοιτάζω να κοιμάσαι, πάλι μιλούσες στον ύπνο σου, ορκίζομαι πως σε άκουσα να ψιθυρίζεις το όνομά της. Είσαι δίπλα μου μα ξέρω ότι δε θα είσαι ποτέ πραγματικά δικός μου, απλά δανείζομαι τη σκέψη σου και το κορμί  σου. Μα τι γίνεται με την ψυχή σου; Εκείνη ακόμα αιχμάλωτη κι από αυτά τα δεσμά ίσως δε θες να απελευθερωθείς. Κι αυτό πονάει, δεν είμαι εκείνη ούτε πρόκειται να γίνω ποτέ. Μπορεί να της μοιάζω, αλλά δεν είμαι εκείνη. Εκείνη είναι μια εικόνα μέσα στο μυαλό σου κι όπως όλες οι εικόνες μετά από καιρό ξεθωριάζουν, θα έπρεπε να είχε σβήσει τώρα πια.

Ήξερα κατά βάθος ότι θα μπλέξω όταν σε γνώρισα. Ήξερα πως άνοιγα το κουτί της Πανδώρας. Από μέσα βγήκαν χίλια κακά μα υπήρχε ακόμα η ελπίδα, η ελπίδα πως θα μπορούσαμε να φτιάξουμε ένα μέλλον μαζί. Ήθελα πολύ να μπορούσα να κλέψω όλα σου τα αύριο και να τα κάνω δικά μου, μα δεν μπόρεσα. Θυμάμαι να μου λες ότι το παρελθόν με το μέλλον είναι ένα τσιγάρο δρόμος μα έχουμε καπνίσει ατελείωτα πακέτα από τότε κι εσύ παραμένεις κολλημένος εκεί.

Είναι μαρτύριο να παλεύεις να πάρεις μια θέση στην καρδιά άλλου, ειδικά αν σε αυτή τη θέση βρίσκεται κάποιος άλλος. Κουράστηκα να έρχομαι δεύτερη και μάλιστα σε έναν αγώνα άνισο.

Δεν μπορώ να σε δανείζομαι ούτε να γιατρέψω τις πληγές σου. Δεν έχω μάθει να ζω με δανεικά ούτε να ζητιανεύω αγάπη. Ήθελα να είμαι η εξαίρεση του κανόνα, του κάθε σου κανόνα. Ήθελα να έχω θέση μοναδική στην καρδιά σου κι όχι να την μοιράζομαι. Ήθελα τον έρωτά σου απόλυτο όσο απόλυτη είμαι κι εγώ, γιατί στον έρωτα δεν υπάρχουν δανεικά. Ο έρωτας είναι κτητικός, τα θέλει όλα και τα θέλει μόνο για την πάρτη του.

Κάνω μια τελευταία τζούρα απ’ το τσιγάρο μου και το σβήνω. Εσύ πλέον θα ανήκεις στο παρελθόν μου. Θα μου λείψεις, μα μου λείπει περισσότερο η αξιοπρέπειά μου. Δεν μπορώ να σε κάνω να με αγαπήσεις. Θα βρω κάποιον που θα με σκέφτεται όπως εσύ εκείνη.

Συντάκτης: Γεωργία Ιακώβου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη