Ώρες ατελείωτες σε κοιτώ, σε μελετώ, σε παρατηρώ. Προσπαθώ να καταλάβω τι σκέφτεσαι, να δω τι βλέπεις, να νιώσω αυτό που αισθάνεσαι. Προσπαθώ να φτάσω την καρδιά σου, να την αγγίξω, να την αγκαλιάσω, να αισθανθώ τη ζεστασιά της. Μάταια όμως. Τίποτα δεν καταφέρνω. Σαν χαλασμένο τηλέφωνο μοιάζει η μεταξύ μας σύνδεση. Δίνω, αλλά είναι λες και δεν μπορείς να πάρεις. Δίνεις, αλλά ποτέ δε φτάνει σ’ εμένα. Ή μήπως δε θέλεις να πάρεις; Μήπως δε θέλεις να δώσεις; Αισθάνομαι λες και μου ‘χουν δώσει ένα πλαστικό εργαλείο και μου ‘παν μ’ αυτό να ρίξω τον τοίχο που ‘χω μπροστά μου για να βρεθώ στην αντίπερα όχθη. Τόσο δύσκολο μοιάζει να είναι το εγχείρημα αυτό.

Είσαι εδώ αλλά είναι σαν να μην είσαι. Μ’ αγαπάς αλλά παράλληλα αυτή την αγάπη δεν τη νιώθω, γιατί δεν την αφήνεις να φανεί. Όπως το φως που βλέπω να προβάλει από τον τοίχο. Το βλέπω, το ξέρω ότι υπάρχει αλλά δεν μπορώ να δω την πηγή του, αδυνατώ να αντιληφθώ καθαρά τη φωτεινότητά του, δεν μπορώ να αισθανθώ τη ζεστασιά του κι έτσι απλώς πλάθω εικόνες με το μυαλό μου για το πώς να ‘ναι. Το ίδιο κι εσύ, κρατάς πάντα ένα κομμάτι για σένα. Σαν να μου δίνεις ψήγματα αυτής της αγάπης κι αναμένεις να τα συναρμολογήσω και να φτιάξω μια δική μου αγάπη, όπως τη φαντάζομαι βάσει αυτών των λιγοστών που μου προσφέρεις.

Μια κλειδαριά είναι η καρδιά μας, μ’ ένα μονάχα κλειδί να την ανοίγει και εμείς επιλέγουμε πότε θα ανοίξει, για ποιον και για πόσο. Εμείς επιλέγουμε αν θα βγάλουμε αντικλείδι και σε ποιανού τα χέρια θα το εμπιστευτούμε. Μα εσύ μάτια μου φαίνεται να την έχεις αφήσει μόνιμα κλειδωμένη και να ‘χεις πετάξει και το μοναδικό αυτό κλειδί. Φαίνεται να φοβάσαι ακόμη κι εσύ να μπεις και να δεις μέσα. Τόσο καιρό που την αγνοείς, φοβάσαι μη και σε απαρνήθηκε. Μη και την πρόδωσες. Έτσι βλέπεις μονάχα αυτό που τα μάτια σου θέλουν να δουν. Τα μάτια αυτά που έχουν εκπαιδευτεί να βλέπουν ως εκεί που ξέρουν πως η καρδιά σου θα αντέξει, ούτε ένα χιλιοστό πιο πέρα. Αν δε δεις όμως με τα μάτια της καρδιάς μην περιμένεις πως η ζωή σου θα είναι όπως τη θες να είναι, μην περιμένεις πως θα είναι όπως τη φαντάζεσαι. Όσο συνεχίζεις να κρατάς κλειδωμένη την καρδιά σου, θα παραμένεις παγωμένος, αμέτοχος, άπραγος κι απόμακρος. Κι αν νομίζεις πως έτσι την προστατεύεις, γελιέσαι. Αντίθετα, της προσφέρεις έναν αργό και μοναχικό θάνατο.

Τη γεμίζεις μονάχα με φόβους, έγνοιες, ανασφάλειες, ανεκπλήρωτους πόθους. Την κάνεις να μετανιώνει για πράγματα που δεν εξέφρασε, για πράγματα που δε διεκδίκησε, για πράγματα που πίστεψε πως δεν αξίζουν φοβούμενη μη και πληγωθεί, καταδικάζοντάς την σε αιώνια μοναξιά. Αντί να πάρεις το κλειδί και να την ανοίξεις, να την αφήσεις ελεύθερη να εκφραστεί, να της δώσεις χώρο να μεγαλώσει, να επουλώσει τις πληγές της, να μπορέσει να αγαπήσει, καταλήγεις να ‘χεις μια καρδιά μόνιμα ραγισμένη, πονεμένη, κρυμμένη βαθιά μέσα σου κι αλλεργική σε κάθε χάδι, σε κάθε αγκαλιά, σε κάθε ανθρώπινο άγγιγμα.

Η αγάπη βλέπεις είναι σαν ένα πουλί που χρειάζεται να πετάξει για να μπορέσει να νιώσει ζωντανό κι ελεύθερο. Δε χάνεται, αντίθετα πολλαπλασιάζεται κι επιστρέφει πίσω δυνατότερη. Όπως και το πουλί που επιστρέφει έπειτα στη φωλιά του, εκεί όπου νιώθει ασφάλεια, εκεί όπου πίστεψαν σ’ αυτό και του επέτρεψαν να ανοίξει τα φτερά του και να γνωρίσει την κόσμο. Άνοιξε κι εσύ την καρδιά σου, άφησέ την να γεμίσει με θάρρος και να ξανασυστηθεί στον κόσμο. Άφησέ την να πλημμυρίσει από την αγάπη που εισπράττει, μην της στερείς το δώρο αυτό. Μη φοβάσαι, δείξε της εμπιστοσύνη, δείξε μου εμπιστοσύνη.

Αν μπορούσα μονάχα να πάρω την παγωμένη αυτή καρδιά στα χέρια μου και να τη ζεστάνω με τη δική μου καρδιά. Αν μπορούσα να την λιώσω ώστε να αφήσω όλο αυτό που κρύβει να σκορπιστεί μέσα σου, να γίνει το καύσιμό σου, να σε ξυπνήσει, να σε ζωντανέψει, να μπορέσω να δω την επίδρασή του στο βλέμμα σου, στα λόγια σου, στις πράξεις σου. Να μπορέσω να δω την αγάπη αυτή να διοχετεύεται προς τα έξω. Να μπορέσω να νιώσω ότι με χρειάζεσαι όσο σε χρειάζομαι κι εγώ. Ότι είσαι εδώ όπως είμαι κι εγώ. Ότι μπορείς και θέλεις να μου δείξεις κομμάτια σου και να τα αφήσεις να ενωθούν με δικά μου.

Το ξέρω, δε σου είναι εύκολο. Το κατανοώ, το σέβομαι. Δε σου καταλογίζω ευθύνες. Ούτε για μένα είναι όμως. Έχω ανάγκη να δω τον τοίχο αυτό να γκρεμίζεται. Έχω ανάγκη να βρεθώ στην απέναντι πλευρά. Έχω ανάγκη να ενωθώ μαζί σου, να σε νιώσω ουσιαστικά, να με αφήσεις να σε καταλάβω, να με αφήσεις να σε αγαπήσω, να με αφήσεις να σε νοιαστώ. Έχω ανάγκη να εισπράξω κι εγώ αυτά από εσένα. Δε μου αρκούν οι μετριότητες. Δε μου αρκούν τα μετρημένα. Δε μου αρκούν τα χλιαρά. Τίποτα από αυτά δε χωράει στον έρωτα και στην αγάπη. Μη μ’ αφήσεις να σ’ αφήσω. Μην κάνεις και τη δική μου καρδιά να πονέσει. Στα χέρια σου είναι. Εσύ κρατάς το κλειδί.

Συντάκτης: Άννα Μετόχη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.