Γενικά πιστεύεται στις μέρες μας πως δεν υπάρχει πιο συχνή ερώτηση απ’ το «Τι κάνεις;». Κι όμως υπάρχει. Είναι μια ερώτηση που την έχεις χιλιοακούσει και την έχεις χιλιορωτήσει αντίστοιχα. «Τι έχεις;». Αυτή είναι η ερώτηση που σε κάνει έξαλλο ή σε γεμίζει κάθε τόσο μ’ ερωτηματικά για τον άλλο.

Η ερώτηση αυτή δεν ανακαλύφθηκε ούτε εφευρέθηκε πρόσφατα. Πάντα υπήρχε το ρήμα «έχεις» και πάντα το ερωτηματικό «τι». Θ’ αναρωτιέσαι όμως, γιατί την ακούς όλο και περισσότερο τελευταία. Ή έστω γιατί τη ρωτάς συχνότερα εσύ στους άλλους.

Η απάντηση είναι πως όσο περνάνε οι εποχές, ο άνθρωπος σταματάει να νοιάζεται ιδιαίτερα για τον απέναντί του. Οπότε παραθέτει μια τέτοια ερώτηση για να δείξει ότι νοιάζεται. Ή εναλλακτικά θα μπορούσε να απευθύνει αυτή την ερώτηση γιατί ρίχνει στον άλλον αυτό που έχει ο ίδιος. Λίγο περίπλοκο σου φάνηκε αυτό.

Άκου λοιπόν τι σημαίνει. Πόσες φορές σου έχει τύχει να είσαι νευρικός ή αγχωμένος ή φοβισμένος ή ό,τι άλλο τέλος πάντων και να λες γενναία σ’  όποιον έχεις απέναντί σου «Γιατί αγχώνεσαι;» ή «Τρέμεις, μη φοβάσαι». Αυτά που νιώθεις εσύ τα φορτώνεις στην πλάτη του άλλου γιατί είναι ευκολότερο ν’ αποποιηθείς ό,τι σου συμβαίνει. Ή έστω, ακόμα καλύτερα, είναι προτιμότερο να είναι ο άλλος σκάρτος για κάτι που βρομίζει εσένα.

Τώρα θα μπερδεύτηκες κι είναι λογικό. Τελικά το «Τι έχεις;» δείχνει επιθετικότητα, νοιάξιμο ή προσποίηση ότι ενδιαφέρεσαι; Λίγο απ’ όλα θα ήταν η σωστή απάντηση, αν δεν είχαμε μια τεράστια ένσταση. Η ένσταση αυτή έχει να κάνει με τη χαμένη ανθρωπιά και το νοιάξιμο για την ψυχή και τη ζωή του άλλου, στο σύνολο. Δύσκολα θα συναντήσεις άνθρωπο χωρίς όφελος από σένα να νοιαστεί για το αν έχεις κάτι, αν σ’ απασχολεί κάτι ή και τι είναι αυτό που σε κάνει να διαφέρεις εκείνη τη στιγμή που σε παρατήρησε.

Οπότε πρέπει να ξεκινήσουμε να λαμβάνουμε αυτή την ερώτηση ως το μεγαλύτερο σύμπτωμα ενδιαφέροντος. Δε θα βρεις άλλα. Η ερώτηση του «Τι κάνεις;», είναι μια τυπικούρα και μισή. Βαριέσαι να τη συλλαβίσεις, να την απευθύνεις. Άλλες φορές ντρέπεσαι και να την απαντήσεις. Και τι να πεις όταν θες να σκοτώσεις όλο τον κόσμο; Ότι είσαι καλά; Αφού δεν είσαι. Οπότε επειδή βαριέσαι να εξηγείς, καταλήγεις σ’ ένα καλοαναθρεμμένο «καλά».

Όταν όμως ερωτηθείς αν έχεις κάτι και τι είναι αυτό που έχεις, έχεις-δεν έχεις κέφι θ’ απαντήσεις. Θετικά ή αρνητικά, σίγουρα όμως όχι τυπικά. Να μη θυμώνεις όταν σε ρωτάνε «Τι έχεις;», να απαντάς. Αν έχεις κάτι και δε θες να πεις τι για να ταλαιπωρήσεις και λίγο τον άλλο να σκεφτεί -αλίμονο στους άντρες- λες απλά «δεν έχω κάτι». Το οποίο κρύβει όσα έχεις κι άλλα τόσα. Ο άλλος αναγκάζεται να ρωτήσει παραπάνω, να βολιδοσκοπήσει στο τίποτα που τον κέρασες ως απάντηση κι έτσι σε πιέζει, σε ξελαφρώνει, σ’ ανακρίνει ή σε βοηθάει. Ποιος μας βοηθάει ή μας πιέζει έστω κι έτσι; Κάποιος που μας νοιάζεται.

Εσύ ποιον θα ρωτήσεις τι έχει; Τον περιπτερά ή τον φαρμακοποιό; Κανέναν απ’ αυτούς. Θα ρωτήσεις την αδερφή σου, τον άνθρωπό σου, το φιλαράκι σου. Όσο πιεστικός κι αν είσαι, πρέπει ο άλλος να σε αποπάρει που είδες κάτι να μην πηγαίνει καλά στη συμπεριφορά του; Όχι, θα σε πληγώσει. Γιατί; Γιατί τον νοιάζεσαι γιατί ρωτάς από ενδιαφέρον, από ανθρωπιά.

Γιατί από πίσω απ’ αυτήν την ερώτηση κρύβεται συναίσθημα, κρύβεται αγάπη, καχυποψία, ανησυχία. Δεν ανησυχούμε για όποιον κι όποιον, αλλά γι’ αυτόν που μας τσιγκλάει αν δεν είναι στα καλά του, αν είναι διαφορετικός απ’ ό,τι τον έχουμε συνηθίσει.

Ίσως κι αυτή η ερώτηση λειτουργεί ως σπρώξιμο για ν’ ανοιχτεί ο άλλος, σαν νερό σε μια μπουκιά που του έκατσε στο λαιμό. Θέλει προσοχή και φροντίδα για να μην πνιγεί, δίνεις νερό και χτυπάς την πλάτη ελαφρά. Δηλαδή, ρωτάς «τι έχεις σήμερα, δε φαίνεσαι καλά». Και κάπως έτσι ο άλλος καταπίνει και ανακουφίζεται απ’ το πνίξιμο.

Μη γυρνάς το κεφάλι σ’ αυτή την ερώτηση, μη νευριάζεις. Να χαίρεσαι που έχεις απέναντί σου κάποιον που σε παρατηρεί και σε νοιάζεται. Ναι, να νιώθεις τυχερός που κάποιος ασχολείται μαζί σου έστω και με μια τόσο ενοχλητική -για σένα- ερώτηση. Να το εκτιμάς και να μην το μουντζουρώνεις. Ο κόσμος δε νοιάζεται πια. Δε ρωτάει. Δεν τον ενδιαφέρει γιατί κατέβασες τα μούτρα σου ή γιατί δεν τρως.

Ανέβασε τα μούτρα σου και χαμογέλασε σ’ όποιον τολμήσει να σε ρωτήσει κάτι τέτοιο. Ακόμα κι αν δε θες ν’ απαντήσεις, χαμογέλασε επειδή έχεις την τύχη να συναναστρέφεσαι με κάποιον που σε νοιάζεται ουσιαστικά -σ’ έναν κόσμο που η ουσία είναι κολλημένη στον οισοφάγο, καιρό τώρα.

Συντάκτης: Μένια Ντελαβέγκα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη