Επειδή κουραστήκατε πολύ να τρώτε χυλόπιτες -κατανοητό κι αποδεκτό- κι εμείς από πλευράς μας βαρεθήκαμε να τις σφηνώνουμε στην τσάντα μας βγαίνοντας απ’ την εξώπορτα, θα ήταν καλό ν’ αναρωτηθείτε την αιτία που αυτό το αλισβερίσι δεν έχει σταματημό. Ναι, του πεσίματος-χυλόπιτας εννοούμε.

Δεν έχει τέλος, αγαπητοί μου κύριοι, διότι είστε λιγούρια. Όχι λιγούρα. Λιγούρια. Μακάρι να ήσασταν λιγούρα, να τρώγαμε μια κρέπα να μας περνούσατε. Εσείς όμως δεν περνάτε ούτε με κρέπα ούτε με βάφλα. Αυτή η επιδημία που έχετε κολλήσει ανεξαιρέτως, δε βρίσκει κατάλληλη θεραπευτική αγωγή κι η εξάπλωσή της αυξάνεται με καλπάζοντες ρυθμούς.

Λόγω μεγάλης επικινδυνότητας οφείλουμε να μάθουμε να ξεχωρίζουμε τα λιγουροκρούσματα. Είναι τόσο όμοια τα συμπτώματα των λιγούρηδων που είναι παιχνιδάκι να τ’ αναγνωρίσουμε. Ας τα κάνουμε ξεκάθαρα στους ίδιους, μήπως βοηθηθούν.

Πρώτο δείγμα πως είστε λιγούρι κι η χυλόπιτα γράφει το όνομά σας, είναι όταν μπαίνουμε στο μπαρ και πριν παραγγείλουμε, έχετε ήδη κάνει νεύμα για σφηνάκια. «Κάτσε, άνθρωπέ μου να κρεμάσω την τσάντα στο χερούλι κάτω απ’ το σταντάκι, να χαιρετήσω τα παιδιά, να δω σε ποιο μαγαζί μπήκα». Κερνάς σφηνάκι πριν προλάβουμε να δούμε αν καθόμαστε σε καναπέ ή καρέκλα. Μετά χαράς ανταποδίδεται το κέρασμα με μια χυλόπιτα αστραπιαία. Σαν το σφηνάκι σου. Αυτή η κατηγορία λιγουριού αποφεύγεται, φεύγοντας απ’ το μαγαζί. Είναι τσιμπούρι.

Μυρίζεις λιγούρι, αγαπητέ μου, από χιλιόμετρα, όταν ενώ περπατάμε στο δρόμο· φρενάρεις, κορνάρεις, ουρλιάζεις, σφυρίζεις, πετάς φωτοβολίδες, βγάζεις έξω τη ρεζέρβα μπας και πάρεις κανένα βλέμμα, πατάς το νίτρο του αμαξιού, σπινιάρεις. Κι όλα αυτά λέγοντας ό,τι πιο γλοιώδες έχει ακούσει ανθρώπινο αυτί. Ναι, σε ξεχωρίσαμε πανεύκολα και παρακαλάμε να σου σκάσει το λάστιχο μήπως και μείνεις εκεί που είσαι, γιατί είσαι ένα λιγούρι και μισό. Ενάμιση δηλαδή. Αποφύγετε αυτό το είδος λιγουριού πετώντας καρφιά στο δρόμο.

Λιγούρι είσαι και φαίνεσαι, όταν στέλνεις στα μέσα μαζικής δικτύωσης· περίπου ένα δείγμα έκθεσης για πανελλαδικές εξετάσεις. Σε στιλ διαλόγου – βεβαίως κατά το οποίο ρωτάς κι απαντάς μόνος σου. Ωστόσο δε σε σταματάει κάτι στο μεσοδιάστημα που δεν απαντάμε, για να ξαναρωτήσεις και να ξαναμιλήσεις με τον εαυτό σου, στέλνοντας πάλι σ’ εμάς. Αυτός ο τύπος λιγουριού, αποφεύγεται μόνο αν μπλοκαριστεί με πλήρη αναφορά στο διακομιστή και σ’ όποιον άλλο δορυφόρο διατίθεται εκείνη τη στιγμή.

Το μικρό σου δεν το γνωρίζουμε, αλλά σίγουρα είσαι απ’ τη γνωστή οικογένεια Λιγούρηδων, όταν σε γνωρίζουμε και σου δίνουμε το πράσινο φως, αλλά εσύ αυτοκαταστρέφεσαι στέλνοντάς μας μηνύματα αιώνιας αγάπης απ’ τη δεύτερη μέρα. Θα λέγαμε πως είσαι απελπισμένο λιγούρι, όχι απ’ τα απλά. Αραδιάζεις κοπλιμέντα με το «καλημέρα» που απ’ τα τόσα σάλια, ξεπλένουμε απευθείας τις τσίμπλες μας· πριν σηκωθούμε απ’ το κρεβάτι. Πόσο έρωτα να χωρέσει ένα μήνυμα σε μια κοπέλα που έχεις δει μια φορά; Την απάντηση την ξέρει μόνο ένας γνήσιος πέφτουλας που σαλιαρίζει αδιάκοπα. Προς αποφυγήν αυτής της οικογένειας σιέλων: Εξαφανιστείτε πριν διαγράψετε το μήνυμα.

Εσύ κύριε, που σου ζητάμε ευδιάθετες ένα φρέντο εσπρέσο σκέτο, δε θέλουμε να έρθουμε το βράδυ σπίτι σου επειδή σου χαμογελάσαμε. Να μη σε νοιάζει πώς μας λένε. Όπως θέλουν μας λένε, εσείς φρέντο εσπρέσο σκέτο να μας θυμάστε. Αν θέλαμε γλύκες και μέλια, θα τον ζητούσαμε γλυκό.

Κι εσείς κύριε, που ζητάμε με μισάνοιχτα αγουροξυπνημένα μάτια ένα πακέτο τσιγάρα, δε σας λέμε «καλημέρα» επειδή από μακριά μυρίζει ακαταμάχητο έρωτα το περίπτερο, αλλά γιατί δε συνηθίζουμε να λέμε «Καλά Χριστούγεννα» ένα απλό πρωινό Τετάρτης που παρεμπιπτόντως ξημέρωσε στο μήνα Μάιο.

Αγαπητέ μου ταξιτζή, η φράση: «Μετρό Πανόρμου, παρακαλώ» δεν κρύβει κάποιο βαθύ πόθο για σας. Δε σας ξυπνάει το ενδιαφέρον αν είμαστε ελεύθερες, παντρεμένες ή εν τέλει αν η σύζυγός σας θα μείνει χήρα.

Οι παραπάνω τύποι που περήφανα φωσφορίζουν ολόκληροι· από λαμπιόνια που σχηματίζουν την πρόταση: «Είμαι λιγούρι, στην πέφτω χωρίς αύριο όπως κάνω μ’ όλες», καλό θα ήταν -αφού δεν μπορούν να εκτελεστούν γιατί δεν είναι εγκληματίες- απλά ν’ αναγνωρίζονται και ν’ αποφεύγονται με τεχνικές παρκούρ.

Ευπρόσδεκτο το φλερτ, καλοδεχούμενα τα κομπλιμέντα και τα κεράσματα. Αλίμονο αν χορταίναμε ποτέ μ’ αυτοπεποίθηση. Το ένα όμως δεν αναιρεί το άλλο. Μπορείς να κάνεις ό,τι θες για να με προσεγγίσεις, για να την κερδίσεις, για να μας φλερτάρεις. Μη γίνεσαι όμως σπυρί στον κόρφο μας με τις υπερβολές και τους χύμα τρόπους σου. Μη μοιράζεις αηδιαστικές ατάκες στο πανελλήνιο, κατηγορώντας μας ως «ψηλομύτες».

Κοντομύτες ή ψηλομύτες, η μύτη μας μυρίζεται τη λιγουρίλα από μακριά. Σ’ αποφεύγουμε παραπάνω κι από κατσαρίδα. Μας απωθείτε όλοι εσείς που φέρεστε λες και μόλις μυρίσατε οιστρογόνο στην ατμόσφαιρα και τη στρατόσφαιρα μαζί. Κρίμα είναι να μας αναγκάσετε να ψεκάσουμε σπρέι πιπεριού όλο το ντουνιά. Τι φταίνε τα γυναικόπαιδα;

Συντάκτης: Μένια Ντελαβέγκα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη