Πόσες φορές, σε ό,τι αφορά τις διαπροσωπικές σου σχέσεις, δεν μπήκες σε διαδικασίες σκέψης, ανάλυσης κι επεξεργασίας λάθος δεδομένων; Ανέπτυξες σχέσεις εμπιστοσύνης κι έδωσες όλο σου το είναι για να ‘ναι οι πάντες γύρω σου ευτυχισμένοι και πλήρεις. Θέλοντας να δείξεις το ενδιαφέρον και την αγάπη σου προσπαθείς, ξαναπροσπαθείς, δίνεις χρόνο, σκέψη κι ουσία, επιχειρώντας να καταλάβεις οι γύρω σου σε ποιο σύμπαν έχουν παρκάρει το μυαλό τους και παλεύουν να σωθούν.

Το «Θέλω να ξέρω» δηλώνει ενδιαφέρον. Όλη εκείνη την αλήθεια που θέλεις να γνωρίζεις, προκειμένου να βοηθήσεις το άτομο που σε ενδιαφέρει. Δεν το συντηρεί ούτε η ανάγκη για κουτσομπολιό ούτε εκείνη η δίψα για κριτική. Είναι νοιάξιμο, θες να απλώσεις το χέρι εκείνο που θα βοηθήσει τον άνθρωπο δίπλα σου να πάει ένα βήμα μπροστά ή να προσφέρεις μια αγκαλιά στο πίσω βήμα που ίσως χρειαστεί να κάνει.

Σε όλες τις φάσεις της ζωής, σε όλους τους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω σου αφιερώνεις εκατοντάδες ώρες να ‘σαι χρήσιμος, να ‘σαι εκεί και να τους βοηθήσεις να παλέψουν με τους δαίμονές τους. Μα έρχεται κάποτε η στιγμή που η δική σου οπτική δεν αρκεί, οι άλλοι δεν είναι αντίστοιχα εκεί να τα βάλουν με τα δικά σου τέρατα κι όλο αυτό  σε κουράζει κι αρχίζει να σε φθείρει.

Τότε αλλάζεις τρόπο κι υιοθετείς την τακτική του «Δε θέλω να ξέρω», γιατί –όπως και να το κάνεις– είναι πιο εύκολη, απολαυστική, χαλαρή και ξεκούραστη. Όταν η απελπισία σου έχει χτυπήσει την πόρτα, η πραγματικότητα είναι η καινούργια σου κολλητή κι οι άνθρωποι που άλλοτε ήταν σημαντικοί γίνονται ασήμαντοι, ίσως κι αδιάφοροι, με το «Δε θέλω να ξέρω» να ‘ναι πια εκείνο το παυσίπονο που χρειαζόσουν για να ηρεμήσεις.

Κάποτε νοιαζόσουν τόσο πολύ μα η δική τους απάθεια σε πάγωσε.  Τους έδωσες ενδιαφέρον και το πέταξαν όπως εκείνα τα χαρτόκουτα στα σκουπίδια, χωρίς σκέψη. Δε θέλεις πια να ξέρεις, γιατί όταν σ’ ένοιαζε να μάθεις δε βρήκες ανταπόκριση. Δεν εκτιμήθηκε η παρουσία σου κι αφήνεις την απουσία να κάνει θόρυβο.

Η καινούργια σου τακτική δε σε αναλώνει σε άσκοπες σκέψεις και περιττές στεναχώριες. Σαν ναρκωτικό αδρανοποιεί όλα τα κύτταρα του κορμιού κι ιδίως εκείνα του εγκεφάλου, με έναν τρόπο μαγικό, μπλοκάροντας θλιμμένες σκέψεις κι αχρείαστες απογοητεύσεις. Εκείνες που δε σε αφήνουν να προχωρήσεις, να δώσεις παραπάνω και να προσφέρεις εκεί που, όντως, νοιάζονται. Η ουδετερότητά σου, πλέον, σαν σωστό βάλσαμο σε αφήνει να ‘σαι ήρεμος, ξέγνοιαστος χωρίς να περιμένεις τίποτα από κανέναν.

Όταν μπλοκάρεις κάθε ενδιαφέρον είσαι πια έτοιμος να αποδεσμευτείς απ’ ό,τι σε κρατούσε κολλημένο σε καταστάσεις δίχως νόημα. Σου δίνει εκείνο το πολυπόθητο εισιτήριο προς την απελευθέρωση απ’ τα δεσμά που σε κρατούσαν πίσω.

Δεν έχει νόημα πια να ξέρεις τι κάνει ο φίλος που κάποτε ήσασταν αυτοκόλλητοι κι ύστερα σε πρόδωσε. Δεν είναι ανάγκη να σε απασχολεί αν η πρώην σχέση σου προχώρησε. Αν περνάνε καλά, τότε μπράβο τους. Αν δεν περνάνε, πρόβλημά τους. Τα συναισθήματα δεν έχουν ημερομηνία λήξης, αλλά το ενδιαφέρον, ναι, κάποτε οφείλει να λήγει.

Γι’ αυτό όταν έρχεται εκείνη η στιγμούλα που –ενώ έχεις δώσει γη κι ουρανό– ξέρεις ότι ο άλλος δεν εκτιμάει όσα δίνεις, να σταματάς. Να κοιτάς μπροστά, να αδιαφορείς για τα γύρω και σαν σωστό άλογο στον ιππόδρομο της ζωής να ‘χεις τις παρωπίδες σύμμαχο στην πορεία για τον τερματισμό και την ηρεμία. Ο καλός καλό δεν είδε και το νοιάξιμο, όταν ένας κύκλος κλείνει, δεν εκτιμήθηκε ποτέ.

«Δε θέλω να ξέρω» να λες, να παίρνεις ανάσα και να κοιτάς κατάματα εκείνα που θέλεις να ξέρεις και θέλουν κι εκείνα να σε μάθουν.

 

Συντάκτης: Γεράσιμος Βλαχόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη