Από μωρό μαθαίνεις πώς είναι να ‘χεις γύρω σου δεκάδες πρόσωπα να σε φροντίζουν, να σε κανακεύουν, να σε χαϊδεύουν και να σε προστατεύουν. Καθώς τα χρόνια περνούν, όλοι έχουμε υπάρξει έστω και για μια στιγμή το επίκεντρο στον οικογενειακό και φιλικό μας κύκλο. Στιγμές όπως τότε που έδωσες εξετάσεις και πέρασες στο πανεπιστήμιο, τότε που αδυνάτισες πάρα πολύ κι όλοι έλεγαν πόσο σου πάει το ρούχο που διάλεξες, τότε που γύρισες σελίδα στη ζωή σου κι όλοι καμάρωναν για το πόσο μεγάλη και τρανή προσωπικότητα είσαι που τα κατάφερες όλα αυτά. Όλοι ήταν εκεί σε κάθε σου παράσταση για να σου δώσουν εκείνο το όμορφο, γεμάτο και δυνατό, χειροκρότημα.

Κάποτε, όμως, –καλώς ή κακώς– παύεις να ‘σαι το κέντρο του κόσμου, τόσο για τους αφανείς κομπάρσους της ζωή σου όσο και για εκείνους τους κεντρικούς πρωταγωνιστές της, όπως είναι οι γονείς κι οι φίλοι σου. Τα πράγματα αλλάζουν. Το ψυχολογικό αδιέξοδο σου χτυπά την πόρτα κι ο καλομαθημένος εαυτός σου καλωσορίζει μια μίνι θλίψη. Τα ρούχα που φοράς δε δέχονται πια κομπλιμέντα, τα μικρά επιτεύγματά σου δεν αντιμετωπίζονται σαν θρίαμβοι κι ο δικός σου βασιλικός θρόνος δείχνει να ‘χει στη βάση του πριόνια που ετοιμάζονται να τον γκρεμίσουν.

Νιώθεις άγχος, καθώς το να μη σου δίνουν σημασία που είχες συνηθίσει να λαμβάνεις, σε αδειάζει. Δεν καλλιεργεί την ώθηση για παραπάνω προσπάθεια. Νιώθεις πως περνάς απαρατήρητος στα μάτια που άλλοτε ήσουν το κέντρο της προσοχής. Κάποτε τρεφόσουν με αυτό το ενδιαφέρον και τώρα πια νιώθεις πιο νηστικός από ποτέ. Και χάνεις κάθε κίνητρο να εξελιχθείς και να πας παρακάτω. Δικαιολογημένα μεν, αφού μέχρι πρότινος είχες μάθει να ‘σαι στην VIP ζώνη και τώρα πετάχτηκες στον εξώστη. Αν η ζωή σου ήταν ένα μεγάλο πάρτι, είχες μάθει τόσα χρόνια να εστιάζεις στα μπαλόνια, το κομφετί και το χειροκρότημα κι όχι δυστυχώς στους ανθρώπους και κυρίως στον λόγο που σε γιόρταζαν.

Λειτουργούσες μηχανικά στηριζόμενος στον νόμο του Νεύτωνα που σχετίζεται με τη δράση και την αντίδραση. Πιθανώς δρούσες περιμένοντας την αντίδραση που ήξερες πάντα πως θα ‘ναι η καλύτερη. Κι η συνέχεια; Ξανά μανά! Πρόβα, παράσταση, υπόκλιση και ζήτω! Αποτελούσαν ουσιαστικά ένα μαξιλάρι επιβεβαίωσης κι ως ένας άνθρωπος βουτηγμένος στο comfort zone πίστευες ότι οι άνθρωποι που ‘ναι πλάι σου θα παίζουν για πάντα αυτόν τον ρόλο, για να μπορείς κι εσύ να συνεχίζεις ακάθεκτος. Η ζωή, όμως, αλλάζει κι οι εξελίξεις της τρέχουν πιο γρήγορα απ’ τον ήχο των χεριών στο χειροκρότημα. Οι άνθρωποί της ωστόσο δεν αλλάζουν, αλλά, μαζί με όλον αυτόν τον κατακερματισμό, διαφοροποιούν τις προτεραιότητες και τον τρόπο έκφρασης των συναισθημάτων.

Συνεχίζεις ν’ αγαπιέσαι το ίδιο, όχι όμως με τον ίδιο τρόπο. Το μυστικό είναι ένα: Να ζεις για την προετοιμασία και πρεμιέρα της δικής σου παράστασης κι όχι απόλυτα για το χειροκρότημα. Να ‘σαι, να σκέφτεσαι, να επιλέγεις και να ζεις όπως θα έκανες σε οποιαδήποτε φάση. Να παίρνεις τις αποφάσεις σου και να τις στηρίζεις χωρίς να περιμένεις το αντάλλαγμα και την επιβεβαίωση από κανέναν. Σημασία έχει να θέτεις εσύ τον εαυτό σου στο στόχαστρο, από ‘σένα, για ‘σένα κι όχι για τους άλλους. Να κάνεις εκείνα που πρέπει για τον ίδιο χωρίς να περιμένεις οποιοδήποτε χειροκρότημα για να σε ανεβάσει εκεί που εσύ θέλεις.

Δεν πρέπει να ‘ναι ο αυτοσκοπός το να ασχολούνται οι άλλοι μαζί σου. Άλλωστε, το κέντρο αποτελεί κι ένα είδος παγίδας στην οποία αν πέσεις μέσα είναι δύσκολο να βγεις. Κολλάς και τρέχεις γύρω-γύρω, χωρίς ωστόσο να βρίσκεις την έξοδο, έτσι αναλώνεσαι σε άσκοπες περιπλανήσεις, δίχως τελικό τερματισμό. Το τσίρκο δεν ήταν ποτέ το αγαπημένο σου θέαμα κι ο κλόουν πάντα ήξερες ότι πίσω απ’ τη μάσκα δεν ήταν πλήρης. Μην αποζητάς το ίδιο κενό χειροκρότημα, λοιπόν.

Στην πορεία σου να χαράζεις δρόμους που σε οδηγούν στην δική σου ευτυχία. Μονοπάτια που σε κάνουν να περνάς τόσο καλά ώστε να μην καταλαβαίνεις τη δυσκολία της διαδρομής. Καλές οι όμορφες παραστάσεις κι οι επιβραβεύσεις των γύρω, μα μόλις η κουΐντα επί σκηνής τραβηχτεί, οι μάσκες πίσω της πέφτουν κι απαιτούνται ατέλειωτες ώρες προετοιμασίας για το αποτέλεσμα που προηγήθηκε, τις οποίες κανένας θεατής δεν έχει δει.

Συντάκτης: Γεράσιμος Βλαχόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη