Θυμάσαι τότε που ήσουν παιδί και για να σε πάρει ο ύπνος οι γονείς σου σού διάβαζαν με τις ώρες παραμύθια; Τότε ήταν ο μαγικός τρόπος για να ηρεμήσεις και να αποκοιμηθείς. Εκείνες οι ιστορίες που ξεκινούν με το «μια φορά κι έναν καιρό» κρύβουν μέσα τους αλήθειες με τη μορφή ενός καλοστημένου ψέματος κι ήταν πάντα σωτήριες σε εκείνη την εποχή της αθωότητας.

Για κάποιους, όμως, η συνήθεια, που έγινε λατρεία, συνεχίστηκε κι αργότερα στην ηλικία που η αγνότητα δεν ήταν πια must. Το παραμύθιασμα έγινε τρόπος ζωής κι οι θύτες μαζί με τα θύματά τους έγιναν πρωταγωνιστές σε ιστορίες που έκλεισαν μ’ ένα «και ‘ζησαν αυτοί καλά» ή (συχνότερα) με ανώμαλες προσγειώσεις.

Όλοι το στήσαμε το παραμυθάκι μας κι όλοι το φάγαμε. Ο παραμυθάς ξεκινά συνήθως μ’ ένα αθώο ψέμα κι ανάλογα με τη φαντασία και τις προθέσεις του το εξελίσσει. Ίσως να ταΐζει τον άλλον αποκλειστικότητα, ενώ συντηρεί κανονικότατα τις επαφές του, ίσως να προβάλλει κάτι άλλο, πιο ωραιοποιημένο απ’ αυτό που είναι, ίσως να ψάχνει δικαιολογίες για να κάνει τον άλλο να φύγει πρώτος, αφού τον στοιχειώνει κι ένα σύνδρομο του «καλού παιδιού».  Τότε που σαν άριστος παίκτης χρησιμοποιείς το poker face έτσι ώστε τα κέρδη να ‘ναι τουλάχιστον ίσα με εκείνα που ρίσκαρες.

Έχεις υπάρξει, λογικά, η «Φιόνα, μοναδική μου αγάπη» αλλά ακόμα πιο πιθανό να ‘χεις υπάρξει ο ίδιος ο Μάνθος Φουστάνος. Όλοι μας, έστω και για μία φορά, θα πρωταγωνιστήσουμε σ’ ένα τέτοιο στόρι, είτε σαν σεναριογράφοι είτε σαν ηθοποιοί ή ακόμα και σαν κομπάρσοι. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, μια τέτοια κατάσταση είναι σχετικά απλή. Έχεις υποψίες. Εν τέλει παραχορταίνεις το παραμύθιασμα, το ξερνάς κι ανακαλύπτεις την αλήθεια (γιατί όλα μαθαίνονται, τελικά), κι έπειτα το διαχειρίζεσαι ανάλογα.

Τα πράγματα γίνονται πιο περίεργα, όμως, όταν οι ρόλοι μπλέκονται. Είναι η στιγμή εκείνη που διαβάζεις το σενάριο στο οποίο πρωταγωνιστούσες ερήμην σου μέχρι πρότινος κι αποφασίζεις να σου γράψεις μερικές ατάκες. «Αν μπορεί αυτός να με παραμυθιάζει, γιατί να μην το κάνω κι εγώ;». Τότε είναι που μπαίνεις στον λαβύρινθο και καλά ξεμπερδέματα!

Το παραμύθιασμα δεν έχει πια θύματα μα μόνο θύτες κι απ’ τις δύο πλευρές. Κι η πραγματική αλήθεια αυτής της σχέσης μάλλον θα μείνει κλεισμένη σ’ ένα αραχνιασμένο συρτάρι, καθώς τη θέση της πήρε μια αλήθεια καμουφλαρισμένη σε δύο μέτρα και δύο σταθμά, ίσα για να καλύπτει ανασφάλειες.

Μπορεί στην αρχή να παίρνεις ικανοποίηση, να λειτουργεί όλο αυτό στο μυαλό σου σαν μια μορφή εκδίκησης. Σκέφτεσαι ότι αν πληρώσεις με το ίδιο νόμισμα θα ‘ρθει κάποιας μορφής ισοπαλία, δε θα ‘σαι πια εξαπατημένος. Σαν το παιδικό «μία σου και μία μου». Για πόσο, όμως, αυτό θα σε ικανοποιεί; Σβήνει, όντως, η μια εξαπάτηση την άλλη; Τελικά έχετε αισθήματα ο ένας για τον άλλο; Μήπως είναι απλά ένα παιχνίδι; Γιατί δημιουργήσατε μια τέτοια σχέση; Κυρίως, όμως, το βασικότερο ερώτημα: Γιατί μένετε σ’ αυτή;

Μήπως κυνηγάτε κάποιο όσκαρ σεναρίου; Μάλλον υπάρχουν δύο ενδεχόμενα. Ενδεχόμενο πρώτο: Δε νοιάζεται κανένας απ’ τους δυο σας. Είστε μαζί από συνήθεια, από ανασφάλεια γιατί αυτό είναι το κοινωνικά ζητούμενο. Η σχέση έχει τελειώσει προ πολλού κι αρνείστε πεισματικά να την αφήσετε πίσω σας, για λόγους δειλίας ή κι εγωισμού. Ενδεχόμενο δεύτερο: Κάποιος απ’ τους δυο σας είναι τόσο κολλημένος που θα κάνει τα πάντα, αρκεί να ‘χει δίπλα του τον άλλο. Κάποιος έχει καταδικάσει τον εαυτό του, απλά γιατί φοβάται να ζήσει μόνος (γενικά) ή χωρίς τον άλλον (ειδικά). Επειδή η υποτίμηση είναι βαριά για να την σηκώνει μόνος, παίζει το ίδιο παιχνίδι, με την ελπίδα αυτό να ενεργοποιήσει και αν συμμορφώσει την άλλη πλευρά. Καμιά αξιοπρέπεια, καμιά ειλικρίνεια και στο εξώφυλλο του δικού σας παραμυθιού, νεράιδες, λύκοι, πρίγκιπες και κακές μάγισσες.

Στην πρώτη περίπτωση, δεν καταλαβαίνω ποιος είναι ο λόγος ύπαρξης της σχέσης αυτής. Αν θέλετε απλά κάποιον να καλύπτει τον χώρο, πάρτε ένα καλλωπιστικό φυτό. Δεν είναι ανάγκη να κοροϊδεύεις έναν άνθρωπο ή ακόμη χειρότερα τον εαυτό σου, να ‘σαι το θύμα που στη συνέχεια μετατρέπεται σε θύτης συνεχίζοντας το παραμύθιασμα. Στη δεύτερη περίπτωση, δε θα μιλήσω σε ‘σένα που θεωρείς τον άλλο δεδομένο. Εσύ, όμως, που κάθεσαι και περιμένεις να μεταμορφωθεί το βατράχι σου σε πρίγκιπα, κούνα λίγο το κεφάλι σου και φύγε τρέχοντας.

Οι βάτραχοι δε μετατρέπονται σε βασιλόπουλα, ούτε και το ψέμα σε αλήθεια. Αν μπορεί αυτός μακριά σου, μπορείς κι εσύ. Όση φαντασία κι αν έχεις για να απαντάς στην υποκρισία, εσύ να επιλέγεις να γράφεις παραμύθια βασισμένα σε πραγματικά γεγονότα, χωρίς δεύτερες και τρίτες ερμηνείες. Αφήστε το παραμύθιασμα, τους δράκους και τις πριγκίπισσες και βγείτε εκεί έξω να φτιάξτε αληθινές σχέσεις, γιατί χανόμαστε μέσα σε ψευδαισθήσεις!

Συντάκτης: Γεράσιμος Βλαχόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη