Κατά καιρούς, είναι αλήθεια, πως οι περισσότεροι από εμάς ερχόμαστε αντιμέτωποι μ’ ένα τέρας το οποίο μας κάνει να αμφιβάλλουμε διαρκώς για τον εαυτό μας, την προσωπικότητά μας, τις ικανότητές μας ακόμη και την αξία μας. Στο τέρας αυτό, έχει αποδοθεί από τους ειδικούς ο όρος  «σύμπλεγμα κατωτερότητας» και κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν ανεπαρκείς σχεδόν σε όλα, είτε πρόκειται για τα ρούχα που φορούν, το αμάξι που οδηγούν, τη δουλειά που έχουν επιλέξει κ.λπ.

Το συναίσθημα αυτό μπορεί να έχει δυσμενείς συνέπειες στο άτομο που το αντιμετωπίζει -καθώς νιώθει πως βρίσκεται σε μια αέναη εσωτερική πάλη με τον ίδιο του τον εαυτό αλλά και τους άλλους- σε μια συνεχή προσπάθεια ν’ αντεπεξέλθει σε μη ρεαλιστικές προσδοκίες και να αποδείξει ότι «τα πάει καλύτερα». Αυτό όμως, καταλήγει να επηρεάζει και τις διαπροσωπικές σχέσεις του ατόμου καθώς νιώθει άβολα και μειονεκτικά στις κοινωνικές του επαφές, γίνεται ανταγωνιστικό και τείνει ν’ αποστασιοποιείται. Μάλιστα, τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα όταν κάποιος καταλήγει να νιώθει λίγος απέναντι στον άνθρωπο που αγαπάει.

 

Πόσο ασφαλής αισθάνεσαι στη σχέση σου;

Κάνε τώρα το τεστ!

 

Πιο συγκεκριμένα, για έναν άνθρωπο ο οποίος συγκρίνει διαρκώς τον εαυτό του, όσον αφορά την εξωτερική του εμφάνιση και πιστεύει πως οι άλλοι είναι πιο όμορφοι και πιο εντυπωσιακοί από τον ίδιο, είναι φανερό πως το αίσθημα της ζήλιας θα φουντώνει σε κάθε ευκαιρία, καθώς θα πιστεύει πως το άτομο αυτό που θεωρεί καλύτερο, ανώτερο κι ομορφότερο είναι ικανό να του κλέψει τον σύντροφο. Η πεποίθηση όμως αυτή, κάνει τον ίδιο καχύποπτο, αφού καταλήγει να θεωρεί τους πάντες απειλή, αλλά και πιεστικό, καθώς η ζήλια του λειτουργεί αποπνικτικά για το ταίρι του με αποτέλεσμα να προκύπτουν συνεχώς σκηνές ζηλοτυπίας και καβγάδες, οι οποίοι σταδιακά οδηγούν στην έλλειψη εμπιστοσύνης ανάμεσα στο ζευγάρι, ακόμη και στον χωρισμό. 

Πολύ σημαντική πτυχή του συμπλέγματος κατωτερότητας είναι σαφώς κι η οικονομική κατάσταση. Πιο συγκεκριμένα, ενδέχεται ένα άτομο πιο χαμηλόμισθο σε σχέση με τον άνθρωπό του, να νιώθει μειονεκτικά, καθώς πιστεύει πως το εισόδημά του δε φτάνει προκειμένου να προσφέρει στο κοινό ταμείο, καταλήγοντας μάλιστα πολλές φορές να νιώθει πως συντηρείται κι εξαρτάται οικονομικά από το ταίρι του- χωρίς όμως αυτό να ισχύει. 

Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση της επαγγελματικής αποκατάστασης και μόρφωσης. Πιο συγκεκριμένα, αν ο σύντροφος ενός ατόμου έχει επιλέξει ένα επάγγελμα που από τα κοινωνικά standards θεωρείται υψηλού κύρους, αλλά το επάγγελμα του ίδιου του ατόμου δε θεωρείται του ίδιου βεληνεκούς, καταλήγει και πάλι να νιώθει μειονεκτικά, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο ν’ αποκρύπτει την επαγγελματική ή εκπαιδευτική του ταυτότητα ή να νιώθει αμήχανα όταν μιλάει γι’ αυτήν μπροστά σε μια παρέα φίλων μαζί με τον σύντροφό του. 

Δεν υπάρχει πάτος στο πηγάδι του συμπλέγματος κατωτερότητας, όμως είναι τελείως ανώφελο και ψυχοφθόρο να συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους άλλους, να προσπαθούμε να βρούμε ατέλειες και να δημιουργούμε προβλήματα που δεν υπάρχουν αλλά τα μεγεθύνουμε εμείς στο κεφάλι μας. Όπως λέει κι ένα quote που κυκλοφορεί πολύ συχνά τελευταία στα social “μη συγκρίνεις τον εαυτό σου με άτομα που βρίσκονται σε διαφορετικό ταξίδι από σένα”. Σαφώς επειδή πρόκειται σε πιο προχωρημένες μορφές για άτυπη ψυχική διαταραχή, είναι σημαντικό να αναζητήσουμε βοήθεια αν κρίνουμε πως δεν μπορούμε να διαχειριστούμε τον εαυτό μας και πληγώνουμε εμάς και τον άνθρωπο που αγαπάμε.

Είναι αδύνατον να υπάρξουμε σε μια σχέση που δε βασίζεται στον έρωτα και στον θαυμασμό, αλλά χαρακτηρίζεται από ανταγωνισμό και φθόνο, τα οποία δε μας αφήνουν ν’ αναγνωρίσουμε, να υποστηρίξουμε και να επιβραβεύσουμε την προσπάθεια και την επιτυχία του ανθρώπου μας. Να μάθουμε να είμαστε συνοδοιπόροι στο κοινό μας ταξίδι κι όχι διαγωνιζόμενοι ενός ανταγωνιστικού παιχνιδιού στο οποίο πρέπει να υπερισχύει μόνο ο ένας. Γιατί εν τέλει, δεν το καταφέρνει κανένας. 

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Χαρά Δράκου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου