Από όταν ήμασταν μωρά, ζητούσαμε την ανεξαρτητοποίηση απ’ τα χέρια των γονιών μας, κλοτσώντας νευρικά τα πόδια μας. Όταν κάναμε τα πρώτα μας βήματα, θελήσαμε να φύγουμε μακριά, να περπατήσουμε πιο μπροστά από αυτούς, να μην έχουν τον έλεγχό μας κι ας έτρεχαν εκείνοι να μας προλάβουν για να μην πέσουμε. Ωστόσο, δεν αναρωτηθήκαμε ποτέ αν αυτό το θέλαμε πραγματικά ή το κάναμε επειδή ξέραμε πως οι γονείς μας θα ήταν εκεί να μας πιάσουν στις πτώσεις, κάθε είδους.

Και μεγαλώσαμε, ενηλικιωθήκαμε και κάπως μας κούρασε η φωνή της μαμάς μας 24 ώρες τη μέρα να μας λέει να προσέχουμε στο δρόμο, στο σχολείο, στις εξόδους. Ως μεγάλοι, πλέον, αποφασίσουμε να φύγουμε απ’ το πατρικό μας, να ανοίξουμε τα δικά μας φτερά. Αυτή η απόφαση κι η απουσία μας τους πλήγωσε πολύ, τουλάχιστον στην αρχή, αλλά παράλληλα καμάρωναν για μας.

Φύγαμε, λοιπόν, φτιάξαμε βαλίτσες και κάναμε την αρχή μόνοι μας. Σε ένα νέο σπίτι, που ήταν φτιαγμένο αποκλειστικά για μας, από εμάς, ξεκινήσαμε τη νέα μας ζωή, ελεύθεροι πια. Στην αρχή, ήταν όλα πολύ όμορφα για να είναι αληθινά. Άπλετος προσωπικός χρόνος, χωρίς φωνές και φασαρίες, σε έναν πλήρως ιδιωτικό μας χώρο. Όμως, σύντομα αρχίσαμε να αναζητάμε τα καλά του πατρικού, τη φροντίδα, τη θαλπωρή, το φαγητό στο τραπέζι και τα σιδερωμένα ρούχα.

Με τους γονείς μας, όσο ανεξάρτητοι κι αν θέλουμε να δείξουμε, πάντα θα υπάρχει ένα δέσιμο ιδιαίτερο. Είναι ίσως οι μόνοι άνθρωποι που μας αγαπούν αβίαστα κι ανιδιοτελώς, ανεξάρτητα απ’ τα λάθη μας, χωρίς όρους. Η αγάπη τους αυτή, όσο περισσότερο ανακαλύπτουμε τον κόσμο μόνοι μας, μας λείπει πολύ. Άλλωστε, είναι και το οικονομικό κομμάτι που μας περιορίζει να κάνουμε τις επιθυμίες μας πράξεις. Δεν αργούμε, λοιπόν, να καταλαβαίνουμε πως το όνειρο της ανεξαρτησίας συναντά πολλά εμπόδια.

Έτσι, με την ίδια δύναμη που φύγαμε, γυρίζουμε πίσω, μετανιωμένοι.

Εφόσον η απόπειρα για ανεξαρτητοποίηση απέτυχε, η ψυχολογία μας είναι πεσμένη, αισθανόμαστε κάπως ηττημένοι απ’ τη ζωή κι η επιστροφή στις ίδιες συνθήκες που και στο παρελθόν μας καταπίεζαν, δυσκολεύουν την κατάσταση. Στην καθημερινότητά μας, τα πράγματα επιστρέφουν στα παλιότερα δεδομένα, εκείνα που θυμόμασταν με απάθεια όσο μέναμε μόνοι μας. Πλέον, συνυπάρχουμε ξανά στην ίδια στέγη, αποκτάμε πάλι τις υποχρεώσεις που είχαμε και καθόλου δε μας έλειψαν –αν όχι περισσότερες– κι ελεγχόμαστε.

Είμαστε οι νέοι που δεν τα κατάφεραν με την ανεξαρτητοποίηση και τη μοναχικότητα και παραδοθήκαμε στην παλιά μας ζωή, με ό,τι συμπεριλαμβάνει αυτή. Ειδικά σε χώρες όπως η δική μας το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα συχνό, καθώς μεγαλώνουμε πολύ δεμένοι με τους γονείς μας, οι οποίοι όντας συχνά υπερπροστατευτικοί αρνούνται κατηγορηματικά την απόδοση ευθυνών σε εμάς, μας μεγαλώνουν ιδανικά κι ονειρεμένα, με αποτέλεσμα η αποκοπή απ’ το οικογενειακό περιβάλλον και το πατρικό μας να γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη.

Βέβαια, η επιστροφή μας αυτή ας μην ξεχνάμε ότι έχει και τα καλά της. Είναι πολύ σημαντικό να περνάμε ουσιαστικό χρόνο με τους γονείς μας και να τους ζούμε όσο το δυνατόν περισσότερο μεγαλώνοντας, γιατί σε μια ζωή που όλα είναι περαστικά κι εφήμερα, οφείλουμε να είμαστε γεμάτοι από στιγμές με τους αγαπημένους μας ανθρώπους. Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι όλα όσα αγαπάμε θα μείνουν για πάντα, γιατί αυτό θα ήταν ουτοπία, επομένως το μόνο που έχουμε σίγουρο είναι το τώρα.

Μας πιέζουν, μας φωνάζουν, αλλά καλομαθαίνουν και μας αγαπούν πολύ. Κι η αγάπη τους είναι παντοτινή, ακόμα κι όταν αυτοί έχουν φύγει!

Συντάκτης: Κλειώ Γεωργαντοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη