Ο Ιπποκράτης θεωρείται ο πατέρας της ιατρικής. Έζησε, έδρασε και δίδαξε μεταξύ 5ου και 4ου αιώνα προ Χριστού, τα όσα όμως ανακάλυψε κι εφάρμοσε είτε έθεσαν τα θεμέλια για όσα εφαρμόζουμε στη σημερινή ιατρική είτε τα χρησιμοποιούμε αυτούσια κι ακέραια όσα χρόνια κι αν πέρασαν. Με μια σύντομη ματιά στο βιογραφικό του, διαπιστώνουμε πως έθετε ως κέντρο της επιστήμης τον ίδιο τον άνθρωπο, απαλλάσσοντας το σώμα από προλήψεις, δαιμόνια και δεισιδαιμονίες, κάτι πολύ διαδεδομένο μέχρι εκείνη την εποχή. Με την παρακολούθηση και παρατήρηση της πορείας μιας ασθένειας, κατέληγε σε συμπεράσματα που σήμερα ζώσουν ζωές.

Μεταξύ άλλων θεωριών, ήταν ο πρώτος που θεμελίωσε τον όρο «ψυχοσωματική ασθένεια». Σύμφωνα με τη θεωρία του αυτή, οι περισσότερες ασθένειες προέρχονται από την ψυχή. Όσο ασθενεί η ίδια μας η ψυχή, τόσο το σώμα απορροφά αυτό το -ας το ονομάσουμε – δηλητήριο, με αποτέλεσμα να νοσεί και το ίδιο. Όλη μας η πίκρα, ο πόνος, η θλίψη, όλα όσα το στόμα μας δε λέει και δεν εκφράζουμε προς τους αποδέκτες τους, το σώμα τα μετουσιώνει σε σωματικό πόνο, αδυναμία, εξάντληση, πονοκεφάλους κι ημικρανίες ή σε ακόμα χειρότερες καταστάσεις, κρίσης πανικού ή άσθματος, αυτοάνοσα νοσήματα.

Υπάρχουν περιπτώσεις που ο ασθενής δε θυμάται καν την κατάσταση που τον έφερε σε αυτό το σημείο˙ σύμφωνα όμως με τον Ιπποκράτη, Η η ψυχή μπορεί να ξεχάσει ή να θάψει κάτω από τα χαλί, το σώμα όμως δεν ξεχνά ποτέ. Κι όταν μαζευτεί μεγάλος όγκος κρυμμένων πραγμάτων κάτω από το εν λόγω χαλί, κάποια στιγμή αυτά θα ξεχειλίσουν και θα χυθούν παντού, κάνοντας τα πάντα χάλια.

Ο ίδιος ο Ιπποκράτης, αν και δεν ήταν μεγάλος οπαδός της φαρμακευτικής αγωγής, πέραν ελάχιστων εξαιρέσεων, αλλά μεγάλος υπέρμαχος του «το καλύτερο φάρμακο είναι το καθόλου φάρμακο», πίστευε ακράδαντα πως για να γιατρέψεις το σώμα, πρέπει πρώτα να ξεκινήσεις από τη θεραπεία της ψυχής. Και πράγματι˙ στα χρόνια που πέρασαν από τη διατύπωση αυτής της πεποίθησης, οι έρευνες από σύγχρονους ερευνητές και μελετητές αποδεικνύουν πως ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ασθενειών που μας ταλαιπωρούν στις μέρες μας έχουν την αφετηρία τους σε κάποια ψυχική νόσο ή κάποιο τραύμα.

Με λίγα λόγια, εδώ και 2.500 χρόνια γνωρίζουμε κι έχουμε αποδείξεις πως η ψυχή και το σώμα ενός ανθρώπου είναι απόλυτα συνδεδεμένα κι αδιαίρετα. Όσο κι αν το παραβλέπουμε στην καθημερινότητά μας, όσο κι αν θέλουμε να δώσουμε προσοχή και βάση μόνο στο ένα από αυτά ανά περίσταση, η ίδια η συνδεσιμότητα των δύο κάποια στιγμή θα μας χτυπήσει την πόρτα και το παραμελημένο μέλος αυτού του διαδίκου συστήματος θα απαιτήσει την προσοχή μας.

Πηγαίνουμε γυμναστήριο και τρεφόμαστε όσο πιο σωστά μπορούμε αλλά δεν κοιτάμε μέσα στην ψυχή μας μήπως είμαστε πνιγμένοι στο άγχος. Φροντίζουμε να πίνουμε αρκετό νερό, τον ψυχικό μας κόσμο όμως τον αφήνουμε να διψάει για προσοχή. Προσπαθούμε να κοιμόμαστε σωστά και να περιποιούμαστε το σώμα μας, τα τραύματα όμως που υπάρχουν μέσα μας τα αφήνουμε να χρονίζουν, μέχρι που μια μέρα κάνουν το μεγάλο «Μπαμ», με καταστροφικές σε πολλές περιπτώσεις, επιπτώσεις και συνέπειες.

Ξαφνικά βρισκόμαστε σε μια θέση «μα πώς έγινε αυτό; Αφού πρόσεχε- ασκούταν- τρεφόταν σωστά.» Δεν πάει έτσι όμως. Ναι, σίγουρα είναι βασικά και πολύ σημαντικά όλα αυτά. Δεν είναι όμως μόνο αυτό που χρειάζεται φροντίδα. Ένα φυτό δεν μπορεί να είναι υγιές μόνο εάν του ρίχνουμε νερό και του κλαδεύουμε τα κλαδιά. Χρειάζεται να ρίξουμε κι επιπλέον χώμα, να δώσουμε κάποιες βιταμίνες και θρεπτικά συστατικά στις ρίζες του. Κι αν το χώμα είναι ακατάλληλο, το φυτό μας μοιραία θα μαραθεί. Έτσι κι η ψυχή με το σώμα. Δεν είναι μόνο όσο βλέπουμε, είναι κι όσα δε βλέπουμε που στηρίζουν όλο το σύστημα.

Αγάπησε τον εαυτό σου, κακόμαθέ τον, χάρισέ του όσα επιθυμεί κι άσε απέξω όσα τον πληγώνουν, τον στεναχωρούν  κι όσα τον μαυρίζουν. Και στις περιπτώσεις που βλέπεις πως δεν τα καταφέρνεις μόνος σου, μια βοήθεια από τους δικούς ανθρώπους ή κι έναν ειδικό, ίσως είναι περισσότερο από σωτήρια. Βγάλε από μέσα σου όσα σε βαραίνουν και θα δεις πως σε χρόνο dt θα γλυτώσεις από τους πονοκεφάλους που σε ταλαιπωρούν. Ιπποκράτης ήταν αυτός, κάτι θα ήξερε.

Συντάκτης: Ελίνα Μυζίθρα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου