Πολλές άβολες στιγμές της κοινωνικής σου ζωή προέρχονται από κάτι φαινομενικά εύκολο κι απλό, ικανό όμως να σε φέρει σε αμηχανία. Πρωταγωνιστής το λεγόμενο “small talk”, που όσο και να προσπαθείς να το αποφύγεις, δεν μπορείς, ειδικά αν κυκλοφορείς έστω και λίγο εκεί έξω.

Όταν συναντάς έναν γνωστό κάπου, οπουδήποτε, καταλήγεις συνήθως να συμμετέχεις σε μια αδιάφορη κουβέντα για τον καιρό, την κυκλοφορία, τις διακοπές ή τη δουλειά σου. Αντίστοιχα, όταν πηγαίνεις στο κομμωτήριο, στην αισθητικό, όταν παίρνεις ταξί κι όταν περιμένεις στο σαλονάκι του γιατρού δεν μπορείς να αποφύγεις αυτές τις μικρές, συνήθως επιφανειακές, μα κάποτε ίσως κι αδιάκριτες, συζητήσεις, που στην πραγματικότητα καθόλου σε νοιάζουν κι από μέσα σου παρακαλάς για λίγη σιωπή. Κι αν είσαι, γενικά, εξωστρεφής κι επικοινωνιακός, μπορεί και να το προκαλείς εσύ ή να το απολαμβάνεις. Αν, όμως, είσαι φύσει αντικοινωνικός, το πράγμα ζορίζει -και σε εκνευρίζει.

Ερώτηση: Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που μπορεί κατά περιπτώσεις να γνωρίζονται πολύ καιρό, ακόμα και χρόνια, αλλά δεν έχουν ανταλλάξει ποτέ καμία ουσιαστική κουβέντα, πέρα απ’ τα βασικά, γνωρίζονται όντως; Η ερώτηση είναι ρητορική φυσικά, η απάντηση είναι αυτονόητη. Σαφώς και δεν ξέρεις όσους συναναστρέφεσαι μία στις τόσες μιλώντας για όλα αυτά που θα μπορούσες να πεις και με έναν άγνωστο, κι αντίστοιχα δε σε ξέρουν.

Συναντάς γνωστούς στον δρόμο και για να μη σχολιαστείς ως αγενής, ρωτάς τυπικά τι κάνουν για να σου απαντήσουν, εξίσου τυπικά, πως είναι καλά. Κουβέντες χλιαρές, άδειες, κενές, που διατηρούν την ασφαλή απόσταση ανάμεσά μας. Βλέπουμε και δίνουμε μονάχα μία εικόνα και στεκόμαστε σ’ αυτή -όσο αληθινή ή προσποιητή κι αν είναι. Μπορεί να χαμογελάμε και να λέμε πως όλα είναι εντάξει, ενώ πάσχουμε από κατάθλιψη. Μπορεί να γκρινιάζουμε πως δεν είμαστε στην καλύτερη φάση μας, ενώ δε μας λείπει τίποτα. Δεν υπάρχει κανένα βάθος και μάλλον και κανένα ουσιαστικό ενδιαφέρον σ’ αυτή την κοφτή στιχομυθία.

Κι ενώ οι περισσότεροι δεν είμαστε φαν αυτών των συζητήσεων του ποδαριού, (σχεδόν) όλοι τις κάνουμε. Σαν ένα αναγκαίο κακό, που το ανέχεσαι γιατί έτσι προστάζει η κοινωνική σου ευγένεια, κι ας ήταν το τελευταίο που ήθελες να σου συμβεί μια φλύαρη βαβούρα, ενώ προσπαθείς να χαλαρώσεις στο ρεπό σου, τις διακοπές σου, στο κομμωτήριο ή στο διάλειμμα απ’ τη δουλειά, κι ας ξέρεις πως πιθανότατα κι ο άλλος, που σου απευθύνεται, παίζει να σε βαριέται το ίδιο.

Οι άνθρωποι φοβούνται τις σιωπές, αισθάνονται άβολα μέσα σ’ αυτές, εξάλλου έτσι ακούν τις σκέψεις τους. Άλλοτε πάλι έχουν τόση ανάγκη να μιλήσουν, που το κάνουν οπουδήποτε και με οποιονδήποτε. Ή θεωρούν πως αυτό είναι σωστό κι αυτό περιμένεις κι εσύ από ‘κείνους. Γεμίζουν, λοιπόν, τα κενά με ό,τι να ‘ναι. Κι έτσι μένεις να ακούς την αισθητικό να σου λέει με κάθε λεπτομέρεια ποιος χώρισε στη σόουμπιζ και τον ταξιτζή να σου κάνει πολιτικοκοινωνική ανάλυση.

Και το θέμα δεν είναι πως απλά διακόπτουν την ηρεμία σου, αφού δεν είναι λίγες οι φορές που οι αδιάκριτες ερωτήσεις τους σε φέρνουν σε εξαιρετικά άβολη θέση, ενώ η κουβεντούλα σας μοιάζει περισσότερο με ανάκριση. «Γιατί πάχυνες; Γιατί αδυνάτισες; Πότε θα παντρευτείς; Δεν έχεις παιδιά; Πότε θα κάνεις; Γιατί είσαι ακόμα άνεργος;» Θα συνειδητοποιήσουμε ποτέ πού σταματούν τα όριά μας και πόσο δεν έχουμε δικαίωμα να επεμβαίνουμε με κανέναν τρόπο στις ζωές των άλλων, πόσο μάλλον όταν αυτοί είναι άγνωστοι ή απλοί γνωστοί μας; Κι αν δεν είμαστε εμείς στην άκομψη θέση του ανακριτή, αναρωτιόμαστε αν πρέπει να χαμογελάσουμε, να το ρίξουμε στο χιούμορ, να απαντήσουμε σοβαρά ή να τους βάλουμε στη θέση τους.

Ποιος ο λόγος να ξοδεύεις την ενέργειά σου, για να σχολιάσεις πως έχει ήλιο σήμερα (έλα, δεν το είχαμε καταλάβει), να δώσεις ένα ξερό «καλά» στην ερώτηση «τι κάνεις;» και να ρωτήσεις πώς πάει η δουλειά, ενώ η απάντηση καθόλου δε σ’ ενδιαφέρει; Αν θέλουμε πραγματικά να μιλήσουμε μπορούμε να αναπτύξουμε τόσα πολλά κι ωραία θέματα, ακόμη και σε μία σύντομη συζήτηση, πολύ βαθύτερα από αυτά που συνήθως επιλέγουμε στις γρήγορες συναναστροφές μας. Θέματα που όντως θα κρατούσαν το ενδιαφέρον μας, θα μας έκαναν να γνωρίσουμε τον συνομιλητή μας κι αντίστοιχα θα έδιναν στον άλλο κάτι από μας.

Βαρεθήκαμε τις ανούσιες κουβέντες, τις αερολογίες, τις αγενείς τάχα ευγένειές μας. Καλύτερες οι σιωπές και τα νεύματα, αν δεν μπορούμε να κάνουμε έναν ποιοτικό διάλογο. Ακόμα και σ’ έναν καφέ μ’ έναν φίλο, ας ξεκολλήσουμε απ’ τα τυποποιημένα, ας σταματήσουμε να ασχολούμαστε με γκομενικά και κουτσομπολιά τρίτων. Αντί να ρωτήσουμε τι έγινε σήμερα στη δουλειά και πώς πάει η σχέση του τάδε, ας κάνουμε ερωτήσεις που θα δώσουν απαντήσεις με περιεχόμενο. «Αν δεν έκανες αυτή τη δουλειά, τι θα ήθελες να κάνεις;», «Ποιο είναι το πιο τρελό πράγμα που έχεις τολμήσει;», «Ποιος είναι ο ονειρικός προορισμός σου;», «Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σου;».

Οι μόνες συζητήσεις που απολαμβάνουμε είναι αυτές με τους αγαπημένους μας ανθρώπους. Αυτές που μας βρίσκουν να ξενυχτάμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε, που μας προβληματίζουν και που τις σκεφτόμαστε ώρες ή μέρες μετά. Έχουμε ανάγκη από βαθύτερη επικοινωνία, από εξομολογήσεις που θα μας ξελαφρώσουν, από κουβέντες που θα μας εξελίξουν, από ερωτήσεις κι απαντήσεις που θα ανοίξουν μια πόρτα στο εσωτερικό του συνομιλητή μας.

Να συζητάς μόνο με εκείνους και μόνο για εκείνα που θέλεις πραγματικά να συζητήσεις και να αποζητάς απ’ τους ανθρώπους σου όσα βρίσκονται κάτω απ’ την επιφάνειά τους. Έτσι θα τους γνωρίσεις και θα σε γνωρίσουν πραγματικά.

Συντάκτης: Σοφία Μπουμπάρη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη