Η μεσολάβηση μιας παρένθετης μητέρας για την απόκτηση παιδιού κατακτά, σταδιακά, όλο και μεγαλύτερο έδαφος στις έμμεσες μεθόδους τεκνοποίησης, αλλά, ταυτόχρονα, γίνεται και πεδίο εκμετάλλευσης ζευγαριών που εναποθέτουν σε μια παρένθετη την τελευταία τους ελπίδα για την απόκτηση απογόνων. Εδώ και λίγες ώρες έχει δημοσιοποιηθεί η αποκάλυψη ενός νέου κυκλώματος εκμετάλλευσης γυναικών από την Ανατολική Ευρώπη, οι οποίες επί πληρωμή εισέρχονταν στη χώρα για να χρησιμοποιηθούν ως παρένθετες μητέρες σε κέντρο υποβοηθούμενης παραγωγής στα Χανιά της Κρήτης.

Η μεσολάβηση μιας παρένθετης μητέρας για τη γέννηση ενός παιδιού σαφώς δε θεωρείται παράνομη, αλλά υπόκειται σε αυστηρή νομοθεσία στη χώρα μας. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για μια απλή διαδικασία που μπορεί να καλυφθεί με λεκτική συμφωνία μεταξύ των 2 μερών. Η παρένθετη πρέπει να είναι νόμιμα συνεργαζόμενη με κάποιο κέντρο γονιμότητας και να πληροί κάποια κριτήρια. Από την άλλη, μια οικογένεια που επιθυμεί να αποκτήσει παιδί μέσω παρένθετης μητέρας πρέπει αποδεδειγμένα να έχει κάποιο πρόβλημα υγείας που δεν επιτρέπει την τεκνοποίηση. Η όλη διαδικασία μπορεί να διαρκέσει μεγάλο διάστημα, ενώ απαιτείται δικαστική απόφαση προκειμένου μια οικογένεια να μπορέσει να συνεργαστεί με μια παρένθετη για να αποκτήσει παιδί.

Προκειμένου, λοιπόν, να ξεπεραστούν τα όποια εμπόδια μπορεί να έχει η λύση της παρένθετης, πάντα υπάρχουν καλοθελητές οι οποίοι εκμεταλλεύονται την ευαισθησία και την ανάγκη ανθρώπων ν’ αποκτήσουν παιδί. Και φυσικά, με το αζημίωτο. Οι πληροφορίες που αναφέρονται για την περίπτωση των Χανίων κάνουν λόγο για ένα καλά οργανωμένο κύκλωμα που βρισκόταν πίσω από τις ερμητικά κλειστές πόρτες του κέντρου υποβοηθούμενης παραγωγής, το οποίο εντόπιζε και μετέφερε στην Ελλάδα νεαρές γυναίκες από χώρες των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης προκειμένου, έναντι αμοιβής, να χρησιμοποιούνται είτε ως παρένθετες μητέρες είτε ως δότριες ωαρίων. Επρόκειτο, δηλαδή, για γυναίκες που κυοφορούσαν κατά παραγγελία, ενώ κάποιες από αυτές είχαν υποβληθεί και σε ορμονοθεραπείες.

Η «μπίζνα» δε σταματούσε, όμως, εκεί. Το κέντρο έδινε τη δυνατότητα και σε γυναίκες να πωλούν τα μωρά τους, προκειμένου αυτά να προωθηθούν για παράνομες υιοθεσίες. Όπως έχει γίνει γνωστό μέχρι τώρα, έχουν συλληφθεί εννέα άτομα τα οποία κατηγορούνται για τη σύσταση εγκληματικής οργάνωσης. Η δικογραφία αναφέρεται, ακόμα και σε άλλα αδικήματα, όπως εμπορία ανθρώπων, μεσολάβηση σε υιοθεσία ανηλίκου, παραβάσεις του νόμου περί υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, πλαστογραφία-απάτη, ψευδείς ιατρικές πιστοποιήσεις κ.α.

Στα άτομα που έχουν συλληφθεί περιλαμβάνονται ο επικεφαλής του κέντρου στα Χανιά, ένας γιατρός εμβρυολόγος ο οποίος επίσης ανήκε στο δυναμικό του Κέντρου, καθώς κι έξι γυναίκες, πέντε από τις οποίες εργάζονταν στο κέντρο ενώ η έκτη φέρεται να επιχείρησε να πωλήσει το νεογέννητο βρέφος της, με τη διαμεσολάβηση του κέντρου. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, οι γυναίκες που χρησιμοποιούνταν ως παρένθετες ή δότριες ωαρίων αμείβονταν με ποσά μεταξύ 300 και 600 μηνιαίως από το κέντρο, ενώ έμπαιναν στη διαδικασία αυτή λόγω της οικονομικής ανέχειας στην οποία βρίσκονταν. Το κέντρο τούς παρείχε, επίσης, διαμονή, διατροφή κι ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Η αμοιβή που ζητούσε το κέντρο για την απόκτηση παιδιού μέσω παρένθετης κυμαινόταν μεταξύ 70.000 κι 100.000 ευρώ. Όπως, επίσης, έχει αποκαλυφθεί από την έρευνα του ΣΔΟΕ, τα ηγετικά στελέχη του κυκλώματος φέρονται να έχουν υπεράκτιες εταιρείες σε Βόρεια Μακεδονία, Αλβανία κι Αμερική.

Γι’ άλλη μια φορά, λοιπόν, αναδεικνύεται το απάνθρωπο πρόσωπο που μπορεί να λάβει κάποιος ο οποίος έχει διασυνδέσεις κι εξουσία απέναντι σε κάποιον που βρίσκεται σε ανάγκη. Τα θύματα της υπόθεσης αυτής δεν είναι μόνο τα ζευγάρια που απευθύνθηκαν στο κέντρο σε μια ύστατη προσπάθεια τεκνοποίησης, αλλά κι οι γυναίκες που επιστρατεύτηκαν -έναντι εξευτελιστικής αμοιβής- για να υποβάλλουν το σώμα τους σε παράνομες διαδικασίες που υποκίνησαν η ανάγκη κι η ανέχεια. Πρόκειται για ένα ακόμα δείγμα της δύναμης που φαίνεται ότι κατέχει το χρήμα έναντι οποιασδήποτε ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Συντάκτης: Σοφία Γουρνά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου