Ο κόσμος λέει πως δεν είναι ευτυχισμένη. Είναι γεμάτη νεύρα και θυμό. Δεν έχει όρεξη για συζητήσεις. Δεν έχει όρεξη για πολλές κουβέντες. Δεν έχει διάθεση να κοινωνικοποιηθεί ή να ανταλλάξει περισσότερες λέξεις απ’ τις τυπικές για να βγει το οχτάωρο. Δε χαμογελάει αρκετά. Δε φαίνεται χαρούμενη πια, αλλά σκυθρωπή. Κι ο κόσμος μιλάει γι’ αυτήν. Λέει πως κάτι δεν πάει καλά στη ζωή της. Λέει πως δεν είναι πια καλά με τον σύντροφό της. Προβλήματα στον παράδεισο, μάλλον. Προσπαθούν να αποσπάσουν πληροφορίες, μα δεν τους αφήνει περιθώρια να το κάνουν. Ο κόσμος συνεχίζει να λέει.

Αναρωτιούνται αν την έχει απατήσει, αν τσακώνονται τα βράδια στο σπίτι. Αν έχουν βαρεθεί ο ένας τον άλλο. Αν ο έρωτας έφυγε κι έμεινε η συνήθεια. Αναρωτιούνται αν είναι το ίδιο κοντά όπως και πρώτα ή αν ο χρόνος έκανε τη δουλειά του. Συζητάνε μεταξύ τους κι ερμηνεύουν τα σημάδια.

Δεν είναι πια κεφάτη, σίγουρα θα έχει προβλήματα. Αφού δε λέει τι συμβαίνει, θα είναι κάτι προσωπικό. Μάλλον εκείνος θα έπαψε να ενδιαφέρεται. Ίσως έχει βρει άλλη κι εκείνη το ανακάλυψε, γι’ αυτό είναι λιγομίλητη, απ’ το σοκ. Τις προάλλες ακούστηκε να μιλάει έντονα στο τηλέφωνο, άρα θα τσακώνονται.

Μαζεύει τα πράγματά της και φεύγει. Γυρνάει στο σπίτι κουρασμένη και τρώει. Μαζεύει τα πιάτα και μαγειρεύει για την επόμενη. Έπειτα, κάνει ένα μπάνιο και βάζει τις πιτζάμες της. Χαζεύει λίγο με το κινητό της ενώ έχει ανοιχτή την τηλεόραση να της κάνει παρέα. Είναι στον καναπέ και τον περιμένει να γυρίσει σπίτι τους. Μιλάνε για λίγο με μηνύματα, όχι πολύ. Όχι όσο θα ήθελε, μονάχα όσο τους επιτρέπει η δουλειά του. Δουλεύει με βάρδιες και δε βρίσκονται όσο θα ήθελαν. Την παίρνει ο ύπνος στον καναπέ μέχρι που ακούει τα κλειδιά του στην πόρτα.

Αφήνει τα πράγματά του και πάει κοντά της. Τη χαϊδεύει, τη φιλάει και τη βάζει για ύπνο. Στο κρεβάτι τώρα, να κοιμηθεί κανονικά. Την κρατάει αγκαλιά και μιλάνε μέχρι να την ξαναπάρει ο ύπνος. Μιλάνε για τη μέρα τους, πόσο έχουν βαρεθεί τις δουλειές τους, πόσο όμορφα θα ήταν να είχαν κοινό ωράριο να βρίσκονταν λίγο παραπάνω. Εκείνη στεναχωριέται που του προσφέρει τις στιγμές που πια είναι κουρασμένη, εκείνος στεναχωριέται που δεν μπορούσε να βρίσκεται νωρίτερα σπίτι. Κάνουν για λίγο όνειρα για το μέλλον. Θα έχουν περισσότερο χρόνο μαζί, περισσότερα χρήματα για να κάνουν τα ταξίδια που τόσο ποθούν.

Μιλούν για τη Ρώμη, τη Βαρκελώνη, αλλά και τη Λευκάδα. Λένε να πάνε το καλοκαίρι και πάλι. Σκέφτονται το απέραντο μπλε και το πράσινο του νησιού και κάπου εκεί την παίρνει ο ύπνος. Εκείνος σηκώνεται, κοιτάζει στο ψυγείο και βλέπει πως έχει ξεχάσει να ετοιμάσει το κολατσιό της για την επόμενη. Της το φτιάχνει και πάει να κάνει μπάνιο. Κάθεται λίγο στον υπολογιστή μέχρι να νυστάξει. Μετά από λίγο την ακολουθεί.

Εκείνη ξυπνάει νωρίς, μα μένει για λίγα λεπτά στο κρεβάτι και τον χαζεύει όσο κοιμάται. Δυσκολεύεται να τον αφήσει και να φύγει, αλλά πρέπει. Σκέφτεται το ενοίκιο και τους λογαριασμούς και σηκώνεται. Με βαριά καρδιά αρχίζει να ετοιμάζεται. Στο ψυγείο το κολατσιό της την περιμένει μαζί μ’ ένα post-it που γράφει «Σ’ αγαπάω». Χαμογελάει, παίρνει τα πράγματά της και κατευθύνεται προς την πόρτα. Πριν φύγει, γράφει κι εκείνη ότι τον αγαπάει σ’ ένα χαρτάκι και το αφήνει στο κομοδίνο του. Φεύγοντας, αφήνει το χαμόγελό της μαζί του.

Φτάνει άλλη μια μέρα στο γραφείο με έναν κόμπο στο λαιμό και μια απογοήτευση στα μάτια. Προσπαθεί να το κρύψει πίσω από μερικές τυπικές καλημέρες κι ένα-δυο βεβιασμένα χαμόγελα. Οι ίδιοι γκρίζοι τοίχοι με τους ίδιους βαρετούς πλέον ανθρώπους. Οι ίδιες ερωτήσεις χωρίς νόημα στα πλαίσια της ψιλοκουβεντούλας ενός γραφείου. Σαχλές συζητήσεις για να περνάει η ώρα. Ανούσια θέματα όπως ο καιρός ή το τι παίζει η τηλεόραση.

Μια ακόμα φορά θα μείνει αμέτοχη μετρώντας τις ώρες αντίστροφα καθώς θα φαντάζεται ζεστά δειλινά στην παραλία με τον άνθρωπό της. Εξ’ άλλου μαζί του είναι ευτυχισμένη.

Συντάκτης: Σουζάνα Ντεζούκι
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη